Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Susan Boyle - Singer - Britains Got Talent 2009

Αφέσου...

Το κορμί αφήνεται. Στο χάδι, στη γεύση, στη μυρωδιά. Σκιρτήματα, ιδρώτας, τρέμουλο πάθους, πόθου, λαγνείας, ηδονής. Χαρίζοντας στην καρδιά τη χαρά του έρωτα. Στερώντας στην καρδιά τη λύπη του έρωτα. Η καρδιά περιπλανιέται. Ψάχνει τη μαγεία, τη γιατρειά, την ηρεμία. Ξεγελιέται από χαμόγελα, ψίθυρους, καύλες, λόγια βάλσαμο. Πάντα γυρεύοντας το άλλο της μισό. Κάποτε το βρίσκει χωρίς να τ'αναγνωρίσει. Προχωράει. Αλλά θέλει να επιστρέψει, να επιβεβαιώσει πως δεν έκανε λάθος. Ή πως έκανε. Ποτέ δεν θά'ναι σίγουρη αν τ'αφήσει στην τύχη. Το κορμί συνεχίζει να κινείται στους ρυθμούς της έκρηξής του. Η καρδιά ξεχνάει. Αφήνεται να ξεκουραστεί, να απολαύσει τη στιγμή. Αλλά μετά θυμάται και ξαναρχίζει το ταξίδι της. Προορισμός της το άλλο της μισό. Αυτό που ίσως ν'άφησε πίσω ή αυτό που θα βρει, το καινούριο. Τι κι'αν νόμισε πως βρήκε ότι ήθελε. Ο πόνος δεν ταιριάζει. Φεύγει. Είτε για να πάει πάρακάτω είτε για να επιστρέψει. Κάποτε και τα δυο. Ποτέ δεν ξέρει. Αν δεν δοκιμάσει πως θα ξέρει? Αν δεν ξαναδοκιμάσει πως θα βεβαιωθεί? Αν δεν συγκρίνει πώς θά'ναι σίγουρη? Αν δεν πονέσει πώς θα προχωρήσει? Και πάντα το δίλημμα. Νέο ή παλιό? Καινούρια ευκαιρεία ή ακόμα μια? Αφήνεται. Περιμένει. Ο πόνος ο καλύτερος κριτής. Ο χρόνος ο καλύτερος σύμβουλος. Νέο η παλιό δεν έχει σημασία. Ότι αξίζει θα προσπαθήσει να κρατηθεί. Ότι αξίζει θα πολεμήσει, δεν θα φύγει. Ακόμα κι'αν μέχρι τώρα έφευγε, ακόμα κι'αν μέχρι τώρα δεν τολμούσε. Είτε νέα ευκαιρεία είτε ακόμα μια ευκαιρεία, είτε καινούριο είτε παλιό, η καρδιά το δέχεται. Γιατί απλά θέλει κι'εκείνη να χαρεί, όταν το σώμα θα κουραστεί. Γιατί θέλει η επόμενη ηδονή νά'ναι ολική. Γιατί δεν θέλει να ξεχνά και να ξεκουράζεται. Θέλει να φτάσει. Θέλει να ζήσει. Όπως το σώμα. Έντονα. Ηδονικά. Κι'αν είσαι μάγισσα μείνε. Κι'αν δεν είσαι γίνε. Μάγεψέ με. Η μαγεία αξίζει όταν τη μοιράζεσαι. Όπως κι'η αγάπη. Και το σώμα όταν το μοιράζεσαι. Με τη μαγεία. Με την αγάπη. Είμαι εδώ. Άσε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Αλλά πολέμησε γι'αυτό που θες. Οι κατακτητές πολλοί. Η καρδιά μια. Καληνύκτα...

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Σωπαίνεις...

Λέξεις που περνούν και φεύγουν. Σαν τα πουλιά που ψάχνουν θερμές χώρες το Χειμώνα. Το κρύο είναι αιώνιο στη ψυχή. Ψάχνει τη ζεστασιά σου αλλά φοβάται. Φοβάται μήπως αυτή τη φορά την κάψεις θυσία στο βωμό του παραλογισμού σου. Κοιτάω το φεγγάρι. Μου χαμογελάει αλλά δε μιλάει. Σωπαίνει όπως κι'εσύ αφήνοντας τα πράγματα να χάνονται στο εγωισμό της ματαιοδοξίας μας. Πάνω απ'όλα η αγάπη. Κι'αυτή υπάρχει. Και την προστατεύει. Καρδιές που την θέλουν δικιά τους δεν την αξίζουν. Καρδιές που δεν την υπηρετούν αλλά την διαφεντεύουν δεν αξίζουν. Και μόνο ο πόνος θα τις ζωντανέψει. Κι'απ'όπου λείπει η αγάπη βασιλεύει ο πόνος. Πονάς, το ξέρω. Πονάω το ξέρεις. Είμαστε τόσο ίδιοι. Αλλά ο πόνος μας είναι διαφορετικός. Όπως κι'η αγάπη μας. Όπως κι'οι καρδιές μας... Καληνύκτα...

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Μάγισσα...


Καθόταν στη μεγάλη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, ειδική παραγγελία, καρέκλα που μόνο ένας αυτοκράτορας απ’τα παλιά θα’χε σα νά’τανε ο θρόνος του. Απ’τ’ανοικτό παράθυρο, αν και στον 15ο όροφο, έμπαινε η μυρωδιά της βρεγμένης γης μετά την απογευματινή καλοκαιρινή καταιγίδα. Ακόμα μια καταιγίδα τις τελευταίες μέρες, πράγμα ασυνήθιστο για την περιοχή που έμενε και δούλευε, που μόνο δυο εποχές υπήχαν βασικά και ήταν αμιγείς. Λες κι’ο ουρανός ήθελε να του θυμίσει ποιος είναι, κάτι που φαινόταν πως είχε ξεχάσει τώρα τελευταία. Μια καταιγίδα που περνούσε, δρόσιζε και έφευγε για άλλες χώρες με ξηρασία, αφήνοντας και παίρνοντας όμορφα συναισθήματα. Φαινόταν τουλάχιστο. Ίσως όμως να μην είχε ξεχάσει. Ίσως ήθελε να γίνει απαλή βροχή και να χωθεί στα σπλάχνα μιας γης γινόμενος πηγή, ρυάκι, λίμνη, καταρράκτης, να κατασταλάξει, να ξεκουραστεί, να βρει καταφύγιο. Ίσως απ’την άλλη να ήθελε απλά να ξανανακαλύψει τα όριά του. Τα πάνω, τα κάτω, όλα.



-Σ’έφερε εκεί που ήθελε. Τώρα σε κάνει ότι θέλει. Είναι πιο έξυπνός σου και πιο δυνατός σου.


Τα λόγια της τριγύριζαν στο μυαλό του. Φαινομενικά είχε δίκηο. Ουσιαστικά δεν ήξερε. Αυτή ήταν μια τακτική που χρησιμοποιούσε ανέκαθεν. Εκτίθετο φέρνοντας τον αντίπαλο σ’αμηχανία και κάνοντάς τον να ενεργήσει σπασμωδικά, πιστεύοντας πως τον είχε στο χέρι και μετά με μια κίνηση τον διέλυε. Έτσι όμως συμβαίνει και τώρα ή έχει τελικά δίκηο η μικρή ξανθιά νεράιδα? Και ο αντίπαλος είναι ένας ή δυο? Κοίταξε τις φωτογραφίες με τους Αυτοκράτορες στον τοίχο. Μέγας Αλέξανδρος, Ιούλιος Καίσαρας, Βασίλειος ο 2ος ο Βουλγαροκτόνος, Καρλομάγνος, Τζέγκις Χαν, Μέγας Ναπολέων και άλλους. Λάτρευε την ιστορία, τους πολέμους, τις τακτικές. Πάντα έλεγε πως απ’τον καιρό που οι διαφορές έπαψαν να λύνονται με τα όπλα κι’ανάλαβαν δράση οι πολιτικοί, και οι ποιητές έπαψαν να μιλάνε για επιστροφές νικητών και άρχισαν να μιλάνε για χαμένες πατρίδες και χαμένες κι’ανεκπλήρωτες αγάπες και έρωτες, ο κόσμος σκάτωσε. Σκέφτηκε τα κοινά που έχει μ’αυτούς. Όλοι άφησαν πίσω τους μεγάλο έργο αλλά πέθαναν με το παράπονο και τη δυστυχία στην καρδιά τους. Αυτός, εκτός απ’τον κομπλεξισμό του, κάτι κοινό με τους αυτοκράτορες μαχητές που θαύμαζε, προς το παρών μόνο τη δυστυχία είχε.


-Πολύ φιλοσοφημένο αυτό που λες’ του είχε πει κάποια μια μέρα για κάτι εντελώς απλό και συνηθισένο. Ήταν πριν της πει πως είναι παντρεμένος και εξαφανιστεί.


-Ναι, βλέπεις, ένας σαραντάχρονος άνδρας είναι ή πλούσιος κι’επιτυχημένος ή φιλόσοφος κι’αποτυχημένος ή τίποτα. Διάλεξα το δεύτερο’ της απάντησε.


Ήρθαν στο μυαλό του οι δυο του ‘αντίπαλοι’. Ή ένας. Δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε. Πολλά κοινά είχαν μεταξύ τους στον τρόπο δράσης και σκέψης. Ο ένας, στο διπλανό γραφείο, μέχρι και Ιάπωνα αυτοκράτορα είχε στον τοίχο του. Ο άλλος, στον πιο πάνω όροφο που όμως θα μπορούσε άνετα να είναι και στο διπλανό γραφείο, μέχρι και ιδιωματισμούς της ιδιαίτερής του πατρίδας έμαθε για να τον κοροϊδεύει προφανώς. Και ανάμεσά τους γυναίκες. Γυναίκες που αυτός είχε μια σχέση συνήθως απροσδιόριστη, αλλά και πολύ στενή με κάποιες. Και αναγνώριζε πως οι κόντρες ξεκίνησαν απ’αυτόν. Όχι διότι ήθελε τις γυναίκες αποκλειστικότητά του. Μια χαρά περνούσε κι’αυτός και οι άλλοι μαζί τους και φυσικά και εκείνες. Όχι. Ούτε επειδή ενοχλήθηκε για τις επιτυχίες τους. Ένα μαχητής ξέρει να χάνει. Όπως κι’ένας εραστής. Και αυτοί τό’χαν έμφυτο. Ήταν επιτυχημένοι. Απλά όλη η επιτυχία τους, τουλάχιστο όπως το είχε σκεφτεί αυτός, βασιζόταν στο να κάνουν ότι έκαναν για να είναι αρεστοί ακριβώς στις γυναίκες, και κατ’επέκταση και στον υπόλοιπο κόσμο. Πολύ ανεπτυγμένες τεχνικές πάνω στις οποίες βάσιζαν όλη την ύπαρξή τους. Να αρέσουν. Κάτι που πίστευε πως δεν αντιστοιχούσε σ’αυτόν. Όχι πως υπάρχει έστω κι’ένας άνθρωπος που δεν θέλει ν’αρέσει. Απλά αυτός, ως πιο μοναχικός, όπως τους αυτοκράτορες που θαύμαζε – καθόλου τυχαία η συναισθηματική σύνδεση - έκανε ότι έκανε, όταν τό’κανε, για την καύλα του απλά, γιατί έτσι γούσταρε, έτσι ήθελε, έτσι την έβρισκε, είτε άρεσε είτε όχι. Και το χειρότερο, ήξερε ακριβώς και συνειδητοποιούσε τι να κάνει και τι όχι, κι’όταν έβλεπε τι έκανε αρκετές φορές ένοιωθε άσχημα θεωρώντας πως εκμεταλλεύεται την ισχύ του για να κατακτήσει κάτι που μετά θα έπρεπε να το αφήσει να συνεχίσει μόνο. Ακριβώς όπως το θάνατο στη μάχη. Ακόμα κι’όταν είσαι υποχρεωμένος να σκοτώσεις για να μην σκοτωθείς, με καθαρό μυαλό και παγωμένα αισθήματα, χωρίς θυμό ή απόγνωση όπως όταν σκοτώνεις εν βρασμώ ψυχής, μετά πάντα σκέφτεσαι πως ο νεκρός απέναντί σου ίσως δεν είχε τη δύναμη να πει ‘όχι’ σ’αυτόν τον πόλεμο...


Προσπαθούσε να τελειώσει το άρθρο για την αγάπη και συνέχιζαν να τριγυρίζουν στο μυαλό του τα λόγια της μικρής ξανθιάς νεράϊδας.


-Το ξέρει ότι μ’έχει...


Αυτός τό’ξερε. Εκείνη τ’αρνιότανε συστηματικά. Εκτός από στιγμές που όπως έλεγε ‘την έπιανε στον ύπνο’. Χαμογέλασε. Πόσες φορές δεν έπιασε τον κόσμο στον ύπνο. Πόσες φορές δεν τον οδηγούσε με τα λόγια εκεί που ήθελε και μετά έκανε μια ερώτηση ή μια δήλωση και ο άλλος απλά παραδιδόταν, είτε με λόγια είτε με την αντίδρασή του. Πόσες φορές δεν είχε υπ’όψιν του μια δήλωση του παρελθόντος και με μια φαινομενικά άσχετη συζήτηση κατάφερνε να πάρει επιβεβαίωση ή διάψευση της προηγούμενης δήλωσης, χωρίς ο συνομιλητής του να πάρει χαμπάρι... Αυτός τό’ξερε λοιπόν ότι τον αγαπούσε. Όπως ήξερε κι’ότι την αγαπούσε, κι’ας ένοιωθε ο άλλος πως την έχανε. Εκείνο όμως που ήξερε επίσης ήταν πως κανείς απ’τους δυο δεν αγαπούσε τον άλλο. Απλά ήθελε ο ένας κοντά του τον άλλο για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, το συναισθηματικό του κενό. Κάτι που θα γιατρευόταν αν αφήνονταν κι’οι δυο ν’αγαπήσουν πραγματικά αυτό που μπορούσαν και δεν το πολεμούσαν προσπαθώντας να κρατηθούν στην υποτιθέμενη αγάπη τους, έστω κι’αν δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Έτσι κι’αλλοιώς, όταν αγαπάς θες την ευτυχία του άλλου κι’όχι την ευτυχία σου. Όμως ήξερε επίσης πως ο τρόπος που αποφάσιζε και εξηγούσε τα συναισθήματα των άλλων, αυτός ο απολυταρχικός αδιαμφισβήτητος τρόπος τους, μόνο εχθρούς του δημιουργούσε. Ποιος ήταν αυτός που ήξερε καλύτερα απ’τους ίδιους τι ένοιωθαν και γιατί? Χαμογέλασε. Είχαν δίκηο. Και έτσι χαλούσε όλες τις σχέσεις του. Θυμήθηκε κάτι που έλεγε κάποιος μικρός. ‘Τι γυρεύω μέσα στη νύκτα των άλλων?’. Πόσο δίκηο είχε ένας μικρός. Και ποιος είναι αυτός που νομίζει πως πάντα έχει δίκηο? Τι κι’αν τις πλείστες φορές ότι προβλέψει συμβαίνει? Τι κι’αν νομίζει πως ξέρει να διαβάζει τις ψυχές? Νομίζει. Τι είναι περισσότερο από ένας απλός άνθρωπος αλλά φαίνεται με πολλή υπεροψία? Τι κι’αν τελικά ξέρει? Αφού οι άλλοι περνάνε καλά μη ξέροντας αυτά που ο ίδιος βλέπει...


Συνέχισε το κείμενο. Κοίταξε για άλλη μια φορά το κινητό του να δει αν είχε μήνυμα. Όχι, δεν περίμενε. Απλά δεν ήθελε αν ερχόταν να καθυστερήσει να απαντήσει. Δεν ήθελε να νοιώσει η αποστολέας πως την έχει ξεγράψει. Καμιά απ’αυτές που είχε αγαπήσει δεν είχε ξεγράψει. Απλά μειονόταν ο βαθμός έντασης της αγάπης του. Η αγάπη είναι παντοτεινή. Απλά πολύ πιο έντονη όταν είναι παροντική. Και αυτό έγραφε στο κείμενό του. Εμπλουτισμένο φυσικά με τις χυδαιότητές του, κάτι που σε πολλούς δεν άρεσε, αλλά δεν έγραφε για να αρέσει. Ήξερε πως όποιος διάβαζε ή άκουγε κάτι, αν συνδυαζόταν με κάποιο συναίσθημα, αποτυπωνόταν στο υποσυνείδητό του και απασχολούσε πλέον τη σκέψη του. Είτε το απέρριπτε στο τέλος είτε το ενστερνιζόταν δεν είχε σημασία. Φτάνει που προβληματίστηκε, έστω κι’ασυνείδητα. Και όχι, δεν τό’κανε επίτηδες. Απλά στις πλείστες περιπτώσεις δεν απέφευγε να εκφραστεί ωμά και αυθόρμητα για να γίνει αρεστός. Θεωρητικά είχε χάσει αρκετούς φίλους. Αλλά ήξερε πως όλους θα τους βρει κάποτε ξανά. Τώρα όμως είχε κουραστεί απ’τα παιχνίδια που ο ίδιος έκανε ή έμπλεκε. Αληθινά παιχνίδια, αληθινές υποθέσεις, αληθινές αγάπες...


Το λάθος του ήταν πραγματικά το ότι ενώ μπορούσε να λαμβάνει μέρος με βάσει τους κανόνες του συντρόφου του, εντούτοις, ακόμα κι’αν άρχιζε έτσι, στο τέλος το γύριζε στους δικούς του. Αδυναμία, πρόβλημα, ποιος ξέρει. Ήξερε πως η αγάπη γι’αυτόν είναι κάτι διαφορετικό απ’ότι για τις γυναίκες π’αγάπησε. Ποτέ δε μπόρεσε να μείνει στη δική τους ερμηνεία. Την έβρισκε τόσο λάθος που στο τέλος τον χαλούσε. Γι’αυτό έγραφε και το άρθρο για την αγάπη, προσπαθώντας να εξηγήσει για ακόμη μια φορά τι είναι αγάπη, λες και δεν ήξερε πως πάλι θα τον απέρριπταν. Κατάφερε να το τελειώσει. Όμως έπρεπε να τελειώσει κάτι ακόμα. Δε μπορούσε να συνεχίσει στον ίδιο μοτίβο. Είχε κουραστεί. Ήθελε να χαλαρώσει. Ένοιωθε πως αυτός ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί για ακόμα μια φορά. Και το χειρότερο, ένοιωθε πως απ’την προηγούμενη ολοκλήρωσή του έμεινε στάσιμος. Κι’αυτό πάντα τον ενοχλούσε.


Η νύκτα είχε προχωρήσει βαθειά. Φύλαξε το κείμενό του και μετά το έστειλε και ηλεκτρονικά στη γραμματέα του. Σκεφτόταν τη μάγισσα. Μια απ’όλες τέλος πάντων. Είχε γνωρίσει πολλές τώρα τελευταία. Μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά. Όλες λίγο πολύ δράκο τον χαρακτήριζαν. Και δεν είχαν άδικο. Μετά απ’το πρώτο αγκάθι που μπήκε στην καρδιά του και δεν έβγαινε, έγινε δράκος. Και περίμενε μια μάγισσα, μια νεράιδα, μια πριγκήπισσα να του το βγάλει. Κάθε φορά έλπιζε πως την βρήκε. Μα κάθε φορά ανακάλυπτε πως έκανε λάθος. Και κάθε φορά το αγκάθι έμπαινε πιο βαθειά. Αυτή η μάγισσα όμως ήταν διαφορετική. Δεν την βρήκε αλλά τον βρήκε. Και τον αντιμετώπισε σαν δράκαινα, στα ίσα. Αλλά του φάνηκε πως κι’αυτή έχει ένα αγκάθι στην καρδιά. Δε μπορούσε να είναι σίγουρος. Έτσι κι’αλλοιώς, όλα τα θηλυκά του πλανήτη, ανεξαρτήτως είδους του ζωικού βασιλείου που ανήκουν, λίγο πολύ το ίδιο συμπεριφέρονται κι’αντιδρούν. Αλλά αυτή του φάνηκε πως άξιζε τον κόπο να πάρει το ρίσκο να τη γνωρίσει καλύτερα. Απλά εκείνη έδειχνε πως φοβότανε... Πήρε τηλέφωνο τη γραμματέα του.


-Έλα μικρή μου καλησπέρα. Ελπίζω να μην είσαι με τ’αμόρε και να σε διακόπτω.


-Καλησπέρα κύριε Καίσαρα, όχι απόψε δε μπορούσε να βρεθούμε, βλέπει μπάλα με τους κολλητούς του. Τι απόψε δηλαδή, εδώ και 2 βδομάδες. Τι με θέλετε?


Ε ρε μαλάκα, σκέφτηκε, ύστερα θά’χεις παράπονο που θα σου πηδήξουν τη γκόμενα, αν και έτσι τούβλο που είσαι ούτε που θα το καταλάβεις. Λες και δε μπορούσες να τη δεις μετά τη μπάλα ή να αφήσεις και κανά αγώνα πίσω.


-Σού’στειλα το τελευταίο κείμενο. Κλείνω και φεύγω. Πάω διακοπές. Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω. Θα σου στέλνω τα κείμενα ηλεκτρονικά. Δε σου λέω που θά’μαι και για να μην ξέρεις και σου φύγει να το πεις αλλά και επειδή δεν ξέρω. Και δεν θέλω να μαθαίνω τίποτα απ’ότι συμβαίνει εδώ εκτός αν κρίνεις πως είναι πάρα πολύ σημαντικό για σένα, ζήτημα ζωής και θανάτου.


-Κύριε Καίσαρα μένω για ακόμη μια φορά έκπληκτη. Έτσι ξαφνικά? Μόλις τ’απόγευμα μου λέγατε για το τι θα κάνατε το Σαββατοκύριακο.


-Θα κάνω ένα μακρύ Σαββατοκύριακο μικρή. Όλες οι μέρες θα ονομάζονται Σαββατοκύριακο. Μέχρι να αποφασίσω ότι ξεκουράστηκα.


-Τι να πω. Με κάνετε πραγματικά να λυπάμαι που θα σας χάσω για τόσο καιρό.


-Θα παίρνεις όμως τα κείμενά μου άρα θα ξέρεις πως είμαι καλά. Και εν’όσω δεν θα μαθαίνω νέα σου θα ξέρω πως είσαι καλά. Ναι?


-Ναι... Και το γραφείο σας να το κλειδώσω?


-Όχι. Είμαι σίγουρος πως κάποιος θα μπαίνει για λίγο να κάθεται στην καρέκλα μου να βλέπει τους τοίχους με τις εικόνες και την πόλη απ’το παράθυρο.


Χαμογέλασε. Ήταν σίγουρος πως θα συνέβαινε για λίγο καιρό. Γιατί αυτό συμβαίνει και τώρα. Για μετά δεν ήξερε. Και δεν τον ενδιέφερε.


-Τι να σας πω τώρα? Καλό ταξίδι? Καλές διακοπές? Καλή ξεκούραση? Καλή επιστροφή? Όλα μαζί? Τι να πω?


-Ότι δεν θ’αφήσεις τους λύκους εδώ μέσα να σε δαγκώσουν. Θα προσέχεις τον εαυτό σου. Κι’όταν γυρίσω να σε βρω δυνατή και χαρούμενη. Και ότι επίσης θα φροντίσεις το αμόρε σου να προτιμά εσένα παρά τη μπάλα αλλοιώς την έβαψε.


Γέλασαν κι’οι δυο.


- Έλα καληνύκτα μικρή μου!


-Καληνύκτα, στο καλό. Θα σας περιμένω, ελπίζω σύντομα.


Έκλεισε το τηλέφωνο. Πολύ νόστιμη και σεξουλιάρα η μικρή. Καυλιάρα με τα όλα της χωρίς να προκαλεί με την εμφάνισή της ή τη συμπεριφορά της. Θα την πήδαγε άνετα και άγρια αν ήταν ιδιαιτέρα κάποιου άλλου, αλλά όχι ενόσω ήταν δικιά του. Ήταν μια απ’τις ελάχιστες αρχές που δεν παρέβαινε. Πήρε το λαπτοπ του, τα κλειδιά του, έσβησε τα φώτα βγαίνοντας και προχώρησε ανάμεσα στα γραφεία προς την έξοδο με μόνο φως της πανσελήνου. Ένοιωσε πως κάποιος τον παρακολουθεί. Συνέχισε ήρεμος, νοιώθοντάς τον να πλησιάζει. Ξαφνικά γυρίζει και πατάει το τηλεχειριστήριο για τα φώτα. Τον βλέπει να του ορμά. Κάνει στο πλάι κι’ο επίδοξος εχθρός χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Πάει από πάνω του και βάζει το πόδι του στο λαιμό. Τον κοιτάει κατάμματα. Σηκώνει το πόδι και του δίνει το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Στέκεται κι’εκείνος όρθιος. Τον ξανακαρφώνει στα μάτια. Βλέμμα έρωτα και πάθους για τις γυναίκες, θανάτου για τους άνδρες.


-Πάνω απ’όλα και όλους η αγάπη. Φρόντισε ποτέ να μην την προδώσεις. Γυναίκες πολλές, μουνιά αχόρταγα, η αγάπη όμως μια και μοναδική. Και να θυμάσαι. Τις γυναίκες ή τις παρατάνε οι άλλοι ή δε μπορούν να τις κρατήσουν για να έρθουν κοντά σου. Λίγοι μπορούν πραγματικά να μαγέψουν γυναίκα. Και συ δεν είσαι ένας απ’αυτούς. Και το παρελθόν της να σ’ενδιαφέρει μόνο αν δεν θες να τη γαμήσεις αλλά να τη βοηθήσεις ν’απαλλαγεί. Ένας απ’τους δυο μας έχασε. Φαινομενικά εγώ. Ίσως και στην πραγματικότητα. Κάποτε όμως τα φαινόμενα απατούν. Και κάποτε μόνο αν χάσεις ένα ανούσιο ασήμαντο αγώνα μπορείς να καταλάβεις πως έχασες το χρόνο σου και να ξεκινήσεις τη μάχη που έπρεπε να επικεντρωθείς απ’την αρχή. Καλή συνέχεια...


Συνέχισε βγαίνοντας απ’την τεράστια αίθουσα και κλείνοντας με το τηλεχειριστήριο τα φώτα και πάλι, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι, λες και εκεί ήταν η θέση του εξ’αρχής. Βγήκε απ’το κτίριο και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η έκλειψη της πανσελήνου άρχισε σιγά σιγά. Η καρδιά του φτερούγισε. Χαμογέλασε. Προχώρησε προς το αυτοκίνητό του. Ξαφνικά σταματά απότομα μπροστά του ένα ταξί. Ανοίγει η πόρτα και δυο τέλεια πόδια κάνουν την εμφάνισή τους. Σκύβει λίγο και βλέπει ένα πρόσωπο που ποτέ δεν ξαναείδε αλλά ένοιωθε πως το ήξερε χρόνια.


-Χάλασε η σκούπα μου. Θα’ρθεις ή θα’ρθω? τον ρώτησε με ένα μαγικό χαμόγελο. Της έδωσε το χέρι για να κατέβει, πλήρωσε το ταξί, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος.


-Φύγαμε μάγισσά μου, της ψιθύρισε στ’αυτί. Της άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τη γραβάτα του, το σακκάκι του, τα έριξε στο πίσω κάθισμα μαζί με το λαπτοπ του, κάθησε στη θέση του και έβαλε μπρος.


-Για που? τον ρώτησε.


-Μακρυά. Σ’ένα παραμύθι με πύργους, δράκους, μάγισσες. Εκεί που λέξεις όπως η αγάπη έχουν την πραγματική τους σημασία. Μακρυά.


-Φύγαμε γλυκέ βάρβαρε αυτοκράτορά μου, του είπε.


Χαμογέλασαν. Τον φίλησε με ακόμα περισσότερο πάθος και ξεκίνησαν...

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Οι νύκτες δεν είναι οι ίδιες πλέον...

Καμιά νύκτα δεν θά'ναι η ίδια πλέον... Για κάποιο καιρό τουλάχιστο. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία. Εκτός αν... Μπα, όχι. Έτσι έπρεπε να γίνει. Απ'την αρχή. Όταν δεν ξέρεις κοιτάζοντάς την στα μάτια αν βλέπει εσένα ή τον άλλο, όταν δεν ξέρεις το Σ'αγαπώ αν είναι για σένα ή τον άλλο, όταν ξέρεις πως είσαι εκεί αλλά δεν νοιώθεις νά'ναι μαζί σου, όταν βλέπεις να καταστρέφεις εσύ ο ίδιος κάθε ωραίο που πας να κτίσεις για σας επειδή απλά δε νοιώθεις να υπάρχεις παρά μόνο κάποιες στιγμές, όταν ακόμα και τώρα δεν ξέρεις αν ο πόνος της είναι για σένα ή τον άλλο, αν το αντίο είναι για σένα ή τον άλλο, αν το 'Σ'αγαπώ' είναι για σένα ή τον άλλο... Ο άλλος... Ο όποιος άλλος... Ο κάθε άλλος... Πάντα υπήρχε και τό'ξερες. Απλά δε σ'ένοιαζε γιατί πίστευες σε σένα, σε κείνη, στην αγάπη. Μέχρι που ένοιωσες πως υπάρχει πάντα πάνω και πέρα από σένα, μέχρι που είδες πως τα λόγια 'Δεν πάει άλλο, τελειώσαμε' έμεναν λόγια. Ήθελες να μείνεις, θέλεις να μείνεις... Να μείνεις που? Στο 0? Μα το 0 δεν ήταν το 0 σου, ήταν το 0 σας. Πονάς. Και λοιπόν? Και κοντά της πονούσες. Και στο κάτω κάτω ποτέ δεν έφυγες. Είσαι πάντα εδώ για κείνη. Γιατί εκείνη είναι ακόμα εδώ, μέσα σου. 'Νομίζεις πως όλος ο κόσμος γυρνάει γύρω από σένα' σου είπε. 'Πρέπει να το ψάξεις'. 'Μα όλος ο κόσμος είσαι εσύ κι'είσαι μέσα μου'... Ποτέ δεν της τό'πες. Και ποτέ δεν το κατάλαβε... Καμιά νύκτα δεν θά'ναι η ίδια πλέον... Αλλά ένα πράγμα θα είναι το ίδιο, ακόμα κι'όταν δεν θα λέγεται, δεν θα γράφεται, θα σβήσει. Η καληνύκτα γεμάτη με την αγάπη σου βγαλμένη απ'την καρδιά σου και σταλμένη στο φεγγάρι και στ'αστέρια με μια ευχή. Να την προσέχουν και να την κάνουν ευτυχισμένη. Κι'ας είναι μακρυά σου. Κι'ας δεν τα κατάφερες εσύ. Κι'ας δεν ταιριάξατε ή ταιριάξατε πολύ. Εσύ την αγαπάς ακόμα, κι'ας μην είναι πλέον οι νύκτες οι ίδιες. Η αγάπη σου είναι. Όπως και η ευχή σου. Καληνύκτα...

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ανυπαρξία...

Μέσα στην άγρια νύκτα, με το φεγγάρι να προσπαθεί να μεγαλώσει γρήγορα για να μην το κοροϊδεύουν τ'αστέρια, προσπαθείς να καταλάβεις πως μπορεί μια καρδιά να μην ακούει τη μουσική που την εκφράζει αλλά ότι νά'ναι, ή έτσι να λέει. Η δικιά σου δε μπορεί. Κάθε νότα είναι ένας κτύπος της. Κτύπος χαράς, κτύπος λύπης, κτύπος αγάπης, κτύπος πόνου. Νότες που σμίγουν με τους στίχους να φωνάξουν αυτό που νοιώθει. Να φωνάξουν αυτό που είσαι. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία. Ίσως πολύ λίγο για την καρδιά της. Αλλά υπάρχεις γαμώτο μου. Και θες να υπάρχεις πάντα, όχι όταν σε θυμηθούν ή τους λείψεις. Δε ζητάς πολλά. Δε ζητάς αγάπες και όρκους. Έτσι κι'αλλοιώς ποτέ δεν θα σ'αγαπήσει. Και το ξέρεις ξεκάθαρα εδώ και καιρό, κι'ας λέει 'περίμενε'. Αλλά είσαι εκεί. Και θες απλά να το ξέρει πάντα όχι μέσα μέσα. Να υπάρχεις πάντα, όχι μέσα μέσα. Όχι κατά παραγγελία. Ίσως τελικά ζητάς πολλά. Γιατί το ξέρεις, δε δικαιούσαι να ζητάς. Μόνο να κερδίζεις και να χάνεις. Και συ χάνεις συνέχεια. Να μείνεις? Χάνεις. Να φύγεις? Χάνεις. Και βλέπεις γύρω σου χαμόγελα με ένα τραγούδι σου π'αρέσει, ένα λόγο απ'την καρδιά σου αληθινό και ξέρεις πως υπάρχεις για άλλους. Και αυτό σε σκοτώνει. Που υπάρχεις αλλού κι'όχι εδώ που είσαι. Όχι όπως θες τουλάχιστο. Και τραβάς το μαχαίρι να διαγράψεις και να κατακερματίσεις κάθε δεσμό, κάθε επαφή, κάθε μέλλον και το χέρι πάει κατ'ευθείαν στην καρδιά σου. Ακόμα και συ δεν υπάρχεις για σένα. Σε σκοτώνεις. Γιατί απλά άφησες την καρδιά σου να μιλήσει περισσότερο απ'όσο χρειάζεται. Για να περάσει απ'την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Είσαι νεκρός λοιπόν. Για ένα της χαμόγελο, για μια καληνύκτα της. Ανοίγεις το στόμα να πεις την τελευταία λέξη της ημέρας γεμάτη απ'την αγάπη σου. Δεν έχεις δύναμη να αρθρώσεις συλλαβή. Παγώνουν τα χείλη. Η καρδιά σταμάτησε. Δεν υπάρχεις. Πέθανες. Και περιμένεις μια άλλη καρδιά, ίσως νεκρή, ίσως ετοιμοθάνατη, να ρθει να σε φιλήσει να σ'αναστήσει. Κι'απλώς περιμένεις πλέον. Μέχρι τότε? Οι νεκροί αγαπάνε αλλά δε μιλάνε. Ούτε μια λέξη. Ούτε μια καληνύκτα. Ούτε μια ανάσα. Μόνο αγαπάνε. Ότι τους πόνεσε. Ότι πόνεσε. Ότι πέθανε. Όπως κι'αυτοί. Όπως εσύ...

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Φωτιές, βροχές, φεγγάρια, καληνύκτες...

Λένε πως ο έρωτας είναι πηγή δημιουργίας. Και ο πόνος του η υπέρτατη έκφραση της ψυχής μέσω της τέχνης. Και δυο άνθρωποι που θέλουν να είναι μαζί να πονάνε επειδή είναι μακρυά η υπέρτατη ηλιθιότητα που δεν καλύπτει καμιά δημιουργία, όσο μοναδική και νά'ναι. Λες η ηλιθιότητα νά'ναι το υπέρτατο αγαθό και η μέγιστη πηγή έμπνευσης? Γιατί τελικά μόνο για σένα μπορείς νά'σαι σίγουρος. Απλά εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου. Είναι το μόνο που δεν θα σ'αποχωριστεί ποτέ και δεν έχει λόγο να σε γελάσει. Τα λάθη που θα κάνει είναι χωρίς σκοπό. Μόνο από λάθος εκτίμηση. Και είναι το μόνο που σ'αγαπά. Γιατί ζει μέσω σου. Άκουσέ το λοιπόν κι'ας είσαι ηλίθιος. Μέχρι να ξαναπονέσεις και να ξαναεμπνευστείς, φωτιές, βροχές, φεγγάρια, καληνύχτες... Ή μέχρι να ξαναχαρείς τον έρωτα, έστω και τον ίδιο που σε πόνεσε, και να ξαναεμπνευστείς φωτιές, βροχές, φεγγάρια, καληνύκτες...

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Λάβα, στάκτες, λάσπες...

Ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει ακριβώς. Αλλά νοιώθεις πως θα συμβεί και θα το μάθεις. Το σκέφτεσαι, το καταλαμβαίνεις και πλέον απλά απολαμβάνεις τις στιγμές. Γιατί ξέρεις πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία. Μέχρι που μέσα στον τυφώνα εκρύγνηται και το ηφαίστειο. Τότε απλά περιμένεις να καταλαγιάσουν όλα. Δεν ξέρεις αν θα θαφτούν όλα κάτω απ'τις στάκτες, τη λάβα, τις λάσπες ή αν το τριαντάφυλλο της αγάπης θα μείνει ζωντανό πάνω απ'όλα να λάμπει στον ήλιο που θα ανατείλει. Δεν σε ενδιαφέρει όμως. Πάνω απ'όλα η αλήθεια. Γιατί κι'αν δε μείνει τίποτα όρθιο, ξέρεις πως εσύ φύτεψες το σπόρο, κι'έχεις πάρα πολλούς άλλους να φυτέψεις. Απλά περιμένεις. Εσύ αντέχεις. Γιατί κάποια πράγματα ποτέ δεν πεθαίνουν. Εσύ, η καρδιά σου κι'η αγάπη μέσα σου. Απλά αφήνεις την καταστροφή και προχωράς. Πάντα θα βρίσκεις χώματα που θέλουν το σπόρο που φυλάεις μέσα σου. Και πάντα θά'χεις τη χαρά να το φυτέψεις και να τον βλέπεις να μεγαλώνει. Κι'αν τον πνίξουν και πάλι τα ζιζάνια και οι κακοκαιρίες δεν πτοείσαι. Γιατί γι'αυτό γεννήθηκες. Να τον σπέρνεις παντού. Γι'αυτό ποτέ δεν πεθαίνεις. Εσύ, η καρδιά σου, κι'ο σπόρος της αγάπης μέσα σου. Καληνύκτα? Ναι. Απόψε χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ευχή σου. Αλλά απόψε δεν θα την ακούσει καν. Στείλε την στ'αστέρια λοιπόν γράφοντας τ'όνομά της. Κάποιος πρέπει να την προσέχει όπως εσένα. Κάποιος που την αγαπάει όπως εσύ. Καληνύκτα...

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Νυκτερινή...

Οι καληνύκτες είναι σημαντικές. Κάποτε σημαίνουν 'Να με σκέφτεσαι όπως κι'εγώ, Αγάπη μου'. Κάποιες φορές λένε 'Σκέψου με να σε σκεφτώ μπας και καταφέρουμε να σώσουμε αυτό που έχουμε'. Κάποιες άλλες λένε 'Η δικιά μου θά'ναι χάλια γιατί ξέρω πως σκέφτεσαι τον άλλο'. Και κάποιες 'Θα σε σκέφτομαι γιατί σ'αγαπώ κι'ας μη μ'αγαπάς'. Κάποιες φορές μια τυπική ευχή είναι, από ευγένεια. Αλλά πάντα κάτι είναι. Και πάντα είναι σημαντικές. Πονάνε όταν δεν είναι ίδιες απόψε με ψες ή πριν μια βδομάδα. Και κάποτε τη λες στ'αστέρια. Σαν ευχή. Να σου στείλουν την καλή σου. Και περιμένεις. Και περιμένεις. Και όλο λες καληνύκτα. Δεν πειράζει. Κάποιος σ'ακούει. Κι'αν δεν έρθει η καλή σου είναι επειδή είσαι πολύ καλός για να σε πληγώσει. Ή πληγώθηκες πολύ για να ξαναπληγωθείς. Στο κάτω κάτω, γι'αυτό είναι τα όνειρα και ελπίδες. Για σένα που θες ν'αγαπήσεις και ν'αγαπηθείς. Και ζουν μόνο μέσα απ'την καληνύκτα σου. Ζήσε λοιπον κι'ας σε πρόδωσαν, κι'ας πονάς. Ζήσε γιατί κάποια κάπου λέει την ίδια καληνύκτα, ελπίζοντας να την ακούσεις. Εσύ και τ'αστέρια. Καληνύκτα άγνωστη μελλοντική μου Αγάπη. Σε περιμένω όπως κι'εσύ. Καληνύκτα...

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Μέχρι αύριο...

Άλλοι σε λεν κωφάλαλη. Ξέρεις πως δεν χαμπάριασαν την ευγένεια της προσέγγισής σου και σ'έχουν παρεξηγήσει. Επειδή σε θέλουν. Και δεν τους αδικώ. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και συ δεν θες να τους την σκοτώσεις μήπως τους πονέσεις. Άλλοι νομίζουν πως είσαι κτήμα τους. Και σε θέλουν πάλι πίσω τώρα που βλέπουν πως έφυγες καβάλα σ'ένα κεραυνό μιας καταιγίδας. Όμως εγώ θα σε πω χαζή, παλαβή κι'όλα τ' άλλα συναφή. Κι'ας θυμώσεις. Κι'ας πονέσεις. Ξέρεις πως σε πονάω απ'αγάπη. Γιατί αρνείσαι απλά να πιστέψεις πως είναι αλήθεια. Δικαίωμά σου. Αλλά δεν το σέβομαι. Πίστεψέ με και σκότωσέ με. Καλύτερα νεκρός και πιστευτός παρά ζωντανός και μη. Παράξενο. Πιστεύεις ότι σε χαλά και δεν πιστεύεις ότι σε σώζει. Κι'ας ήρθα σαν κεραυνός στη ζωή σου. Κι'ας ήρθα σαν καταιγίδα στην ψυχή σου. Κι'ας κλέβουν άλλοι τις φράσεις μου, το είναι μου γιατί σε ποθούν και δεν έχουν τρόπο να σε κατακτήσουν. Κι'ας προσπαθούν να κλέψουν την καρδιά σου. Εσύ κάνε ότι θέλεις. Η πυξίδα της καρδιάς σου δείχνει εδώ. Ξερίζωσέ την αν μπορείς. Πάλι δικιά μου θά'ναι. Μόνο κοντά μου θα ζήσει. Και το ξέρεις. Γι'αυτό δεν θες να το πιστέψεις. Γιατί δύσκολα πιστεύεις πως θα ξαναγίνουν θαύματα. Δύσκολα πιστεύεις πως θα ξανάσαι ευτυχισμένη. Δύσκολα πιστεύεις πως κοντά μου είσαι ευτυχισμένη. Κι'αν δε σε πονέσω δεν θα ξυπνήσεις απ'το λήθαργο του πόνου του παρελθόντος να δεις τι σου συμβαίνει και πάλι. Να δεις ότι αγαπάς. Να δεις ότι μ'αγαπάς. Όπως και γω. Να προσέχεις μάτια μου. Μέχρι αύριο. Καληνύκτα...

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Άξιζε...

Κάποιες φορές ο μόνος τρόπος να ζήσεις είναι να πεθάνεις. Ξεριζώνεις την καρδιά σου, την αφήνεις να κτυπά και να πονά μόνη και συ συνεχίζεις. Ελπίζοντας πως το αίμα της θα δίνει ζωή σ'αυτούς που αγαπάς και δε μπορείς να είσαι κοντά τους πλέον για να μην τους βλάψεις κι'άλλο. Κι'αν πεθάνει αυτή δεν έχει σημασία. Φτάνει που θα ζήσει η αγάπη, κι'ας μην είναι μέσα σου. Τουλάχιστο θά'χεις τις αναμνήσεις της αγάπης να σου δείχνουν το δρόμο. Και μπορεί να μην αισθάνεσαι πλέον, αλλά έτσι γλύτωσες κι'απ'τον πόνο. Και ξέρουν που να σε βρουν αν σε χρειαστούν. Απλά ακολουθούν το αίμα της πληγής σου. Γιατί πάντα θα μένει ανοικτή ελπίζοντας πως θα πάρουν την καρδιά σου στα χέρια τους και θα στη φέρουν. Μάταια. Ας πρόσεχες. Τώρα πέθανες. Τουλάχιστο πρόλαβες ν'αγαπήσεις τυχερέ. Κι'ας πόνεσες... Άξιζε...

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Mi Amor Fenya...


-Μπες στο μπλογκ μου στην Άθενς και διάβασε το σχόλιο της Φένυα.


-Το διάβασα. Μ’αρέσει. Γράφει υπέροχα και συμφωνώ μ’όλα όσα λέει.

-Ναι. Και σε μένα αρέσει. Γράφει υπέροχα και είναι υπέροχη...



http://blogs.athensvoice.gr/emperor/archives/344#comment-2801#comment-2801



Το σχόλιό σου το είχα δει πρωί στη δουλειά. Το τύπωσα και το διάβασα 5-6 φορές μέχρι το βράδυ. Στην αρχή το διάβασα όπως το διάβασαν όλοι. Με τις λέξεις. Μετά το ερμήνευσα, διαβάζοντας πίσω απ’τις λέξεις, ακούγοντας την καρδιά της Φένυα που ξέρω. Εκεί κόλλησα. Αν σου πως πως είναι απ’τα πια ερωτικά γράμματα που έχω διαβάσει θα με βγάλεις τρελλό, όπως κι’οι υπόλοιποι. Και ίσως να έχετε δίκηο. Έλα όμως που έτσι το είδα. Και η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουνα, και σκέφτομαι ακόμα, να γράψω αυτό που είδα πίσω απ’τις λέξεις. Ίσως σαν ξεχωριστό ποστ, απλά για να δω πόσοι θα μπορούσαν να καταλάβουν αυτό. Εν πάσει περιπτώσει, κόλλησα σ’αυτό που ερμήνευσα, κόλλησα και στην απάντηση. Δεν ήξερα αν θά’πρεπε να απαντήσω στην ανάγνωση, στη γραφή ή και καθόλου. Δύσκολα και τα δυο. Τ’άφηνα να περάσει, παρακολουθώντας τις εξελίξεις – αναρτήσεις στην Άθενς, στο Μπλογκσποτ και στο Φέης. Τι είδα? Αυτό που λες ‘όλα λειτουργούν για σένα βάσει του σεναρίου που έχεις στο μυαλό σου. Ένα σενάριο του οποίου τους ρόλους έχεις ήδη μοιράσει και κατατάξει και απλά περιμένεις από τους άλλους να κάνουν τις κινήσεις. Μόνος σου παίζεις. Μόνος σου αποφασίζεις’. Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά εσύ το ξέρεις καρδιά μου πως δεν είναι έτσι. Εσύ το ξέρεις πως απλά με βάση κάποιες κινήσεις που βλέπω προβλέπω το μέλλον γιατί δε μπορεί να συμβεί κάτι άλλο. Απλά μαθηματικά. Το μόνο που μένει είναι να δούμε αν έχω δίκηο ή όχι. Όταν για παράδειγμα λέω ‘Μη γελιέσαι, θα το ξανακάνεις γιατί η ανάγκη του κορμιού και της καρδιάς θα σε κάνουν να αφεθείς και πάλι’, όσο σκληρό κι’αν ακούγεται, ξέρεις πως συμβαίνει γιατί το ξέρω πως συνέβηκε. Όταν λέω ‘στο τέλος θα τελειώσουν όλοι και πάλι μόνη θα μείνεις επιστρέφοντας στις ίδιες συνήθειες απλά γιατί είναι πιο εύκολο να μην αγαπάς παρά να αγαπάς και να παλεύεις, κι’ας ότι κάνεις το κάνεις για να νοιώσεις για λίγο αγάπη’ ξέρεις πως λέω αλήθεια και τα γεγονότα, κι’ας τά’μαθα τυχαία, απλά με επιβεβαιώνουν. Όταν λέω ‘παίζει, τ’αρέσει, ποθεί και θα καταλήξει στον πόθο του’ ξέρεις πως έστω κι’αν είμαι ο μόνος που το βλέπει έτσι, μάλλον έτσι θα γίνει, ειδικά ξέροντας πως τα δυο πρώτα έχουν ήδη συμβεί. Όταν λέω ‘σ’αγαπά και θα πονέσει, ενώ εσύ απλά κάνεις παιχνίδι για τον άλλο, όμως στο τέλος θα την πάθεις’ ξέρεις πως αν δεν εναντιωθείς με το μυαλό στην αίσθησή μου, έτσι θα συμβεί γιατί θα δεις το ίδιο πράγμα. Άρα ξέρεις πως σ’αυτή την περίπτωση δεν είμαι εγώ που φτιάχνω το σενάριο. Απλά είναι τόσο προβλέψιμο που απ’τη μέση της ταινείας ξέρω ήδη το τέλος. Και ο μόνος λόγος που μένω μέχρι το τέλος είναι για να δω αν έχω δίκηο. Κι’αν έχω άδικο, που αρκετές φορές παρακαλάω και χαίρομαι να κάνω λάθος, απλώς είναι ένα λάθος μέσα στα πολλά ορθά.

Φυσικά ναι, υπάρχει και το σενάριο που φτιάχνω εγώ. Το σενάριο που φτιάχνω για να μη πω ψέματα παραμυθιάζοντάς σας. Για εσάς τις γυναίκες μιλάω. Εσάς, όλες σχεδόν, που σας αρέσει το ψέμα και το παραμύθι. Σας αρέσει να σας πει ο άλλος ‘Σ’αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο’, να σας πει ‘Μα δεν την αγαπάω, απλά την παντρεύομαι γιατί είναι επιθυμία της μάνας μου που είναι άρρωστη με την καρδιά της’, να σας πει ‘Έχεις αλλάξει τη ζωή μου’, αλλά ποτέ να μη σας πει ‘Μ’αρέσεις και θέλω να σε πηδήξω’, άσχετα πως μ’όλα τα πιο πάνω αυτά θέλει και άσχετα που στο τέλος απ’τα πολλά ‘Σ’αγαπώ’ του τα φοράτε γιατί τον βρίσκετε ξενέρωτο, αλλά ναι, δεν σας αρέσει να σας το λένε ωμά. Σας αρέσει να ελέγχετε, κι’ας σας ελέγχουν, φτάνει ποτέ να μην το συνειδητοποιήσετε. Και εκεί λειτουργεί το σενάριο. Ναι, δυστυχώς το ξέρω όπως το ξέρεις πως μπορώ να αγγίξω τις πιο ευαίσθητες χορδές σας, τα πιο κρυφά κουμπιά σας. Μπορώ να σας αφήσω έτσι? Ναι μπορώ. Αλλά δεν το θέλω. Και εκεί τα χαλάμε. Γιατί ξέρεις, όπως ξέρω, πως η αλήθεια πονάει. Και το μυαλό σας λειτουργεί παράξενα για άλλους, απλά για μένα, αλλά ανεξάρτητα απ’το ένστικτό σας και την καρδιά σας. Και εγώ αυτό ψάχνω γιατί για μένα αυτή είναι η ιδανική γυναίκα. Μ’ένα μυαλό, ας μην το πω αντρίκιο, ας το πω απλά σαν το δικό μου. Αυτό κι’αν είναι δύσκολο έ? Εδώ κι’αν έχεις δίκηο...

Είναι αλήθεια. Με τους ανθρώπους που ενδιαφέρομαι συμπεριφέρομαι διαφορετικά. Γι’αυτούς που δεν ενδιαφέρομαι, που απλά θα συνεργαστούμε, θα πιούμε ένα καφέ, θα πηδηκτούμε, είμαι γενικά σχεδόν αδιάφορος και πολύ εγωιστής. Δεν με ενδιαφέρει αν πονά, αν υποφέρει, αν έχει πρόβλημα. Λίγες στιγμές ευχαρίστησης που θα έχουμε, τις εκμεταλλεύομαι πλήρως για μένα. Και φαντάσου, στην πιο εγωιστική μου φάση, είμαι και πιο αρεστός απ’οποιαδήποτε άλλη στιγμή και περνάν κι’όλοι καλύτερα μαζί μου. Γιατί απλά είμαι μέρος της διαφυγής απ’τ’αδιέξοδά τους, μια ευχάριστη νότα στη μιζέρια τους. Γι’αυτούς που ενδιαφέρομαι? Όλοι λένε πως προσπαθώ να τους αλλάξω. Και ίσως νά’χουν δίκηο. Αν όμως αυτό που βλέπω με πληγώνει ή με θυμώνει, και αν τους βλέπω να κατρακυλάνε ανεξέλεγκτα, τι ενδιαφέρον πραγματικό θα ήταν, και τι αγάπη γνήσια, αν δεν τους τό’λεγα? Αν σιωπούσα, δεν θά’ταν καθαρά για να περνώ εγώ καλά κι’ας κουρεύονται? Έλα όμως που δε μπορώ να τους βλέπω να κατρακυλάνε χωρίς να πονάω. Και δε μπορώ να μένω κοντά σε κάτι που με πονά. Αν αυτό τους αρέσει, ας συνεχίσουν χωρίς εμένα. Μπορώ να μοιραστώ τον πόνο τους, τη δυστυχία τους, τη χαρά τους, τη ζωή τους, αλλά δε μπορώ να πεθαίνω κάθε φορά που θα δίνουν με τα μούτρα σ’αυτό που τους σκοτώνει, μετά να τους αναστήνω και αυτοί απλά να ξαναδίνουν με τα μούτρα για να ξαναπεθάνουν. Σκέφτηκες αν έμενα κολλημένος σ’ένα τέτοιο άτομο για πάντα πως θά’μουν τώρα? Μάλλον νεκρός. Τουλάχιστο ψυχικά. Δεν θέλω ν’αλλάξω κανέναν, κι’ας φαίνεται έτσι. Στο κάτω κάτω, έτσι τους γνώρισα κι’έτσι τους αγάπησα όσους αγάπησα. Αλλά τι αξία έχει να είσαι νεκρός και ν’αγαπάς κάποιον που πεθαίνει κάθε μέρα? Εσύ θά’φηνες κάποιον π’αγαπάς να σε σκοτώσει μόνο και μόνο για νά’σαι κοντά του να τον βλέπεις να πεθαίνει κάθε μέρα?

Μ’έχουν κατηγορήσει για διάφορα. Πως γράφω για μένα, πως συμπεριφέρομαι ανώριμα, πως, πως, πως. Και όμως, πόσες φορές δε μού’χουν πει ‘Με τον τρόπο που γράφεις σε πέρασα για άλλο αλλά εντάξει, καμία σχέση τελικά’, ή ‘Δε μ’αρέσει νά’ναι ο άντρας τόσο ευαίσθητος, μ’αρέσουν οι σκληροί άντρες’, ή ‘Μ’αρέσει η ευαίσθητη πλευρά σου’ ή ‘Πόσο θά’θελα να βρω κάποιον να με μαγεύει με τα λόγια του όπως μαγεύεις εσύ’ ή ‘Σε διαβάζω και βλέπω εμένα’. Βλέπεις λοιπόν πως ενώ γράφω για μένα θεωρητικά, όλοι κάτι έχουν να διαβάσουν που τους αρέσει, που τους μοιάζει σε κάτι, που θέλουν. Χρησιμοποιώ εμένα για να γράψω για όλο τον κόσμο, για όλες τις σχέσεις, για αγίες και πουτάνες, για παιδιά, αγόρια, άντρες, κόμπλεξ, σκοτεινές πλευρές του φεγγαριού κι’ότι άλλο θες. Και φαίνεται, κι’ίσως αυτό να με χαλάει κι’όλας, πως νοιώθω τόσο δυνατός που πραγματικά νοιώθω πως μπορώ να κάνω και να λέω ότι θέλω. Βλέπεις, άσχετα με το πόσοι σχολιάζουν, παρ’όλα όσα έκανα, από παιδιάστικα μέχρι κομπλεξικά, παρ’όλο που αφέθηκα μέχρι τον τοίχο και πάρα πέρα, ακόμα υπάρχω και ακόμα κάποιος θέλει να με διαβάσει μήπως και βρει κάτι ενδιαφέρον, κάτι που τον αφορά, κάτι που θα τον βοηθήσει σε κάτι, που πάντα φαίνεται βρίσκει. Κι’αυτό με φοβίζει κάποτε. Όπως το γράμμα σου όταν προσπάθησα να διαβάσω πίσω απ’τις λέξεις. Όπως την τελευταία σου φράση. Ναι, όλοι γύρω μου υποφέρουν, όταν δεν είμαι αυτός που θέλουν. Γλυκός, χαζός, χαρούμενος, ευαίσθητος, ήρεμος και όλα τα καλά, με τα γλυκόλογά μου και τα μπράβο μου προς αυτούς, που σημείωσε πως πάντα τα εννοώ. Και φαίνεται πως και αυτοί που είναι μακρυά μου το ίδιο υποφέρουν. Το να ξυπνώ ενοχές όταν θυμώνω δεν είναι κάτι που δεν ανήκει σε μένα. Βλέπεις, αν μπορώ να αγγίξω χορδές και κουμπιά καρδιάς και μυαλού, μπορώ να το κάνω μ’οποιοδήποτε τρόπο. Αν μπορώ να ξεγυμνώσω ψυχές και πνεύματα, τότε μπορώ να το κάνω με αγάπη ή θυμό. Αν μπορώ να αγαπηθώ όσο τίποτα, τότε μπορώ ίσως και να μισηθώ, αν και νομίζω κανείς μέχρι τώρα δεν τό’κανε στην πραγματικότητα, απλά μου εναντιώθηκε για να κερδίσει κάτι. Σίγουρα όμως με φοβούνται αρκετά. Βλέπεις το να εισβάλλω σαν καταιγίδα, σαν κεραυνός εν αιρθρία, δεν είναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα που μπορεί να σου τύχει. Κι’όσο κι’αν ξεπλαίνει κι’εξαγνίζει η βροχή, όσο κι’αν φωτίζει ο κεραυνός, υπάρχει κι’η φωτιά, που είτε θα κάψει ότι κακό υπάρχει, είτε θα κάψει ότι καλό μπορεί να υπάρξει. Κι’αυτό δεν είναι δική μου επιλογή. Έχεις λοιπόν δίκηο. Υποφέρουν και δε νοιώθουν ελεύθεροι οι άνθρωποι γύρω μου αλλά και μακρυά μου. Σκέφτηκες όμως πόσο μπορεί να υποφέρω κι’εγώ απ’τους ανθρώπους γύρω μου, ειδικά αυτούς που επιμένουν να καίνε κάθε καλό, να αρνούνται ότι τους αγαπά και να προσπαθούν μέσα απ’τη δύναμή μου να βρουν δύναμη για να κάνουν πράγματα που με σκοτώνουν? Για μπες και συ λίγο στα δικά μου παπούτσια, κι’ας μην είναι γόβα στιλέτο.

Σκληρός? Δυνατός? Αληθινός? Πως είναι δυνατόν να μην είμαι όταν λέω αλήθεια ακόμα κι’όταν με βλάπτει? Πως είναι δυνατόν να μην είμαι όταν 3 χρόνια νοσηλευτής είδα την αλήθεια του θανάτου, του καρκίνου, της τετραπληγίας, του πόνου, της φτώχειας, της μιζέριας κατάμματα? Πως είναι δυνατόν να μην είμαι όταν έχω εκπαιδευτεί να σκοτώνω και δε διστάζω να βάλω το πιστόλι στο κρόταφο και να εκτελέσω? Θρασύς? Χυδαίος? Αλήθεια, ξέρεις πόσο κρατάει μια ζωή? Σκέψου πότε ήσουνα μικρή και μπουσουλούσες και ξαφνικά έγινες ολόκληρη γυναίκα ποθητή, αρεστή, αγαπησιάρα. Να περιμένω? Μπορώ να περιμένω μια ζωή. Δε μ’αρέσει να περιμένω ποτέ κι’ας με περιμένουν σχεδόν πάντα, αλλά μπορώ να περιμένω αν το θελήσω, αν το θελήσεις. Απλά ζήτα το. Είσαι σίγουρη πως δεν θ’αλλάξεις γνώμη? Είσαι σίγουρη πως αν αλλάξεις γνώμη θα μου το πεις? Πόσες φορές υποσχεθήκαμε κάτι, ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό μας, και δεν το τηρήσαμε? Και να περιμένω τι? Ν’αλλάξεις? Μα αφού δεν θες λες. Να γίνεις καλύτερη για μένα? Μα αν γίνεις καλύτερη ποιος ο λόγος να επιστρέψεις σε μένα? Δεν έχω να σου προσφέρω κάτι περισσότερο απ’το να περάσεις λίγες στιγμές ευχάριστες μαζί μου μέχρι να γίνεις καλύτερη και να πετάξεις εκεί που ανήκεις. Κι’αν είσαι αρκετά καλή και δώσεις κατά λάθος πάνω μου, απλά λίγες στιγμές ευχάριστες και για τους δυο μας. Εκτός αυτού, είμαι απ’τους ανθρώπους που πιστεύουν πως όταν νοιώθεις κάτι, πάντα το νοιώθεις. Και πιστεύω πως δεν υπάρχει γυαλί που δε μπορώ να κολλήσω και να γίνει καλύτερο απ’ότι ήταν πριν ραγίσει. Αλλά όσες φορές επέστρεψα για να το κάνω, απλά έχανα το ενδιαφέρον μου. Γιατί έβρισκα το γυαλί θαμπό κι’όχι λόγω εμένα. Και ήθελε απλά να το κάνω καινούριο για να το χαρεί άλλος. Αξίζει τον κόπο? Για μένα πάντα. Και ποτέ. Γιατί το λέει ξεκάθαρα. It takes two to tango. Και δε μ’αρέσει να διδάσκω τα βήματα για να τα μάθει κάποια και να τα διδάξει σ’άλλον, χωρίς ένα ευχαριστώ. Δε με πειράζει αν το πει απ’την αρχή. Τολμά?

Όπως κατάλαβες, ελπίζω, δεν απευθύνθηκα μόνο σε σένα σ’αυτό το ποστ. Το πόσοι κατάλαβαν τι είπα δεν ξέρω. Ούτε αν κατάλαβαν αυτοί που αναφέρομαι. Αλλά μάλλον πρέπει να κλείσω το εξώφυλλο. Βλέπεις, ανοικτό βιβλίο είμαι αλλά πάλι ακαταλαβίστικος. Το μόνο σίγουρο είναι πως για όλους μας άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν στη ζωή μας. Άλλοι κουρσάροι, άλλοι διαβάτες, άλλοι απλά για να νοιώσουμε ξανά άνθρωποι και να συνεχίσουμε το δικό μας ταξείδι. Ίσως σε κάποιο σταθμό ξαναβρεθούμε. Εκείνο που θαύμασα είναι που ανάλαβες να υπερασπιστείς όλους τους καφέδες που δεν ήπια στην Αθήνα. Γιατί τελικά, αν και ξεκίνησαν κάποιον Οκτωβριανό Απρίλη, όλα τελείωσαν σ’ένα καφέ που δεν ήπια ποτέ. Τελείωσαν? Για να δούμε. Γιατί, όπως λέω πάντα, τα πάντα τελειώνουν με το θάνατο. Κι’αν τελειώνουν στη ζωή, δεν τελειώνουν στην καρδιά και στο μυαλό. Με συναισθήματα, ουλές, αναμνήσεις. Για μένα σχεδόν πάντα ευχάριστες. Γιατί ξέρω ποιος είμαι. Και είμαι πολύ δύσκολο άτομο. Ίσως όχι ξεχωριστό ή διαφορετικό αλλά σίγουρα δύσκολο. Αλλά τελικά τα δύσκολα δεν είναι που αξίζουν να κατακτήσεις και να κρατήσεις για πάντα, αν πιστεύεις πως αξίζεις τόσο πολύ ώστε να σ’αξίζει κάτι τόσο δύσκολο όσο εγώ, και δε μιλάω μόνο για μένα, όποια κι’αν είσαι, όπως κι’αν σε λένε, όπου κι’αν είσαι, ότι κι’αν είσαι? Αν κάτι λοιπόν αξίζει τόσο πολύ που να σου αξίζει απλά κυνήγησέ το. Αλλά μην το σκοτώσεις, ούτε να το φυλακίσεις. Απλά ζήσε μαζί του για να νοιώσεις τι θα πει ελευθερία και ευτυχία. Το είπα, το ποστ αυτό έχει πολλούς αποδέκτες. Το εξώφυλλο έκλεισε. Άξιζε...

Υ.Γ. Στην Αθήνα περισσότερο απ’όλα έψαχνα στους δρόμους να δω ένα σκουφάκι σ’ένα κεφάλι μιας μικρής πρώην ατίθασης αγριεμένης. Ήθελα να βεβαιωθώ πως είναι καλά. Ευτυχώς είναι, κι’ας μην την είδα. Καλή συνέχεια μικρή μου.

Υ.Γ.2. Ποτέ δεν είπα πως είμαι το καλύτερο παιδί. Ούτε και το χειρότερο. Αλλά γαμώτο μου είναι νευρικό άτομο. Παίρνω εύκολα. Τι να κάνω. Παθιάζομαι.

Υ.Γ.3. Το πιο κάτω τραγούδι το άκουγα στο αυτοκίνητό μου ενώ διάβαζα το σχόλιό σου. Αλλά το αφιερώνω στη Μαρουλίτα. Ναι, εκείνη στο παραμύθι του Τριβιζά. Ξέρει εκείνη.

Έλα κοντά...

Ένα τραγούδι είναι αρκετό... Συνήθως... Κάποιες φορές όχι. Κάποιες φορές χρειάζεται το τραγούδι και κάτι πιο δυνατό. Μια συγγνώμη, ένα σ'αγαπώ. Ακόμα και μια απλή καθημερινή φράση που απογυμνώνει τη ψυχή σου όπως 'Σ'έχω ανάγκη, θέλω να με προσέχεις, γύρισε πίσω'. Και όμως, θες μεγάλα αποθέματα δύναμης να ζητήσεις συγγνώμη, θέλεις μεγάλο θάρρος να κοιτάξεις την αλήθεια κατάμματα και να πεις σ'αγαπώ, θέλεις μεγάλο θράσος απέναντι στον εαυτό σου για να σκοτώσεις τον εγωϊσμό σου και να ταπεινωθείς δείχνοντας την ανάγκη σου να σε προσέχω. Ναι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία της ψυχής και του πνεύματος απ'τις ανάγκες του κορμιού, του πάθους, του πόθου... Είμαι εδώ, μ'απλωμένο το χέρι να σε ξανασηκώσω ψηλά στον ουρανό, εκεί π'αξίζεις νά'σαι, δίπλα στ'αστέρια μέχρι να γίνεις αστέρι λαμπερό στην άκρη τ'ουρανού, μέχρι να γίνεις τραγούδι. Μετά? Μετά θα φύγεις ξαναπέφτοντας στο παραμύθι που σου πουλάνε λαοπλάνοι τσαρλατάνοι, να ξαναζήσεις στο βούρκο του ψέματός σου. Αξίζει τον κόπο? Για μένα όχι. Για μένα θ'αξίζει όταν γίνεις συγγνώμη, γίνεις σ'αγαπώ, γίνεις αλήθεια. Τολμάς να γίνεις συγγνώμη? Τολμάς να γίνεις σ'αγαπώ? Τολμάς να γίνεις αλήθεια? Τολμάς να γίνεις αυτό π'αξίζεις? Τολμάς να ξεπλύνεις κάθε λάσπη που σε κράτησε στο βούρκο? Τολμάς να ζήσεις, να γίνεις τραγούδι, να γίνεις αστέρι, να γίνεις φως? Αν ναι κάνε το σωστό βήμα. Κι'αν δεν είμαι εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή να το δω, ξανακάνε το, και ξανακάνε το, επέμενε, μέχρι να μ'αγγίξεις, ν'αρπάξεις το χέρι μου, να μ'αγκαλιάσεις, να με κοιτάξεις στα μάτια χωρίς φόβο, χωρίς ενοχές. Ξέρεις που θα με βρεις. Αν όχι, το ξέρεις πως θα πονέσω, κι'ας μην κλάψω. Αλλά το ξέρεις πως δεν θα φταίω. Γιατί εσύ απλά δεν ήρθες. Δεν τόλμησες. Δεν θέλησες... Καλημέρα...

Ψυχή μου...

Αγαπάς μια ψυχή. Μέσα απ'τις λέξεις που ακούεις όταν μιλά, μέσα απ'το γιατί των πράξεών της. Απ'αυτά που εσύ νοιώθεις πως είπε κι'έκανε. Κι'ας άκουγες άλλες λέξεις, κι'ας έβλεπες άλλες πράξεις. Με όλα τα καλά της και τα κακά της. Αγαπάς μια ψυχή γι'αυτό που είναι ή που νόμιζες πως είναι. Αυτή η ψυχή ποτέ δεν θα σ'απογοητεύσει. Γιατί ποτέ δεν θα πάψεις να πιστεύεις πως άξιζε να την αγαπήσεις, πως ήταν και είναι ότι αγάπησες κι'όχι κάτι άλλο που απλά νόμιζες. Απλά πάντα θα πιστεύεις πως το μυαλό στάθηκε εμπόδιο στη σχέση σας. Το δικό της μυαλό. Ή και το δικό σου, σπανιότερα. Ποτέ όμως η ψυχή. Κι'αυτό είναι το όμορφο στην αγάπη. Πως μπορείς να αγαπάς μια ζωή όλες τις ψυχές που αγάπησες κατά καιρούς. Αλλά κι'αυτό είναι το άσχημο. Που πάντα θα σκέφτεσαι πως δεν είναι ευτυχισμένες γιατί απλά το μυαλό στάθηκε εμπόδιο στη σχέση σας. Το μυαλό σε έριχνε πίσω. Ποτέ η ψυχή, ποτέ το κορμί. Πάντα το μυαλό, η λογική ή καλύτερα ο παραλογισμός. Και συ πάντα θα πηγαίνεις πάρα κάτω. Όπως κι'αυτές. Αλλά πάντα θα σε κρατά κάτι πίσω. Με όμορφες αναμνήσεις αλλά και μια σκιά. Μήπως με χρειάζεται? Μην ανησυχείς. Ακόμη κι'αν σε χρειάζεται, ακόμη κι'αν σ'αγαπά, ξέρει που και πως να σε βρει. Αλλά αν σ'αγαπούσε τόσο πολύ όσο νομίζεις, όσο κι'αν ήταν εμπόδιο το μυαλό, δεν θα σε άφηνε να φύγεις, ούτε θα σ'έδιωχνε. Ακόμη κι'αν ότι αγάπησες ήταν αληθινό, δέξου απλά πως δεν είχε ανάγκη την αγάπη σου, κι'ας άφηνε άλλους να την αγαπάνε χωρίς να ανταποκρίνεται. Ακόμα κι'αν σ'αγάπησε αληθινά, δέξου πως δεν ήταν αρκετό ή φοβόταν να σε κρατήσει κοντά της. Γιατί ακόμα και συ το ξέρεις. Όταν αγαπάς θες να γίνεις καλύτερος. Κι'αυτό είναι η μεγαλύτερη θυσία. Και καλύτερος γίνεσαι όταν δεν αγαπάς κάτι συγκεκριμένο ή όταν, αγαπώντας συγκεκριμένα αγαπιέσαι ισάξια. Κι'αληθινά. Αλλοιώς γίνεσαι τέρψη και κορόιδο κίβδηλων πολυπρόσωπων φανταστικών εραστών, ξενέρωτων επίμονων ερωτευμένων κι'ενός φαντασιόπληκτου μυαλού που βρίσκει εύηχες χαδιάρικες λέξεις να δικαιολογήσει ότι το χάλασε, ότι το πόνεσε, ότι το σκότωσε, αποποιώντας κάθε ευθύνη επιλογής και μάχης για το καλύτερο, για την πραγματική αγάπη, για τη ζωή, γεμίζοντας πόνο εσένα και τους γύρω σου, ακόμα και το αντικείμενο του πόθου σου, το δέκτη της αγάπης σου. Γιατι απλώς γίνεσαι κομμάτια. Στο πάτωμα. Καληνύκτα...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Όχι τώρα...

Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να κόψεις το πόδι πριν πεθάνει το σώμα απ'τη γάγγραινα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να σκοτώσεις τον εχθρό πριν σε σκοτώσει. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να αφήσεις την καρδιά ελεύθερη ν'αποφασίσει τον πόνο ή τη χαρά. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να αφήσεις ότι αγαπάς να πεθάνει ή να ζήσει όπως θέλει. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να πονέσεις για να γιατρευτείς ολοκληρωτικά γιατί τα παυσίπονα μόνο ψευδαισθήσεις σου χαρίζουν. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια να χάσεις τη μάχη. Ο πόλεμος έτσι κι'αλλοιώς συνεχίζεται. Κι'ο νικητής ξέρει να χάνει. Γιατί ξέρει να κερδίζει. Και ξέρει να πολεμά σε νέες μάχες, για τον ίδιο πόλεμο. Συμμαχίες στοπ. Ο σημερινός σύμμαχος αύριο ίσως θά'ναι εχθρός σου. Και έχεις χορτάσει από εχθρούς. Έχεις χορτάσει από νίκες, ήττες, μάχες, πολέμους. Τώρα θες να ξαποστάσεις. Κανείς δε μπορεί να σώσει κανένα παρά μόνο τον εαυτό του. Όποιος σε θέλει απλά έρχεται κοντά σου. Για πάντα. Οι υπόλοιποι απλώς παίρνουν τη δύναμή σου και σ'αφήνουν ανίκανο να πολεμήσεις ακόμα και για σένα. Εσύ ξέρεις. Είσαι εδώ. Πάντα. Ακόμα κι'αν ότι είχες να δώσεις απ'τη καρδιά σου τό'δωσες, πάλι έχεις να δώσεις. Κι'ας μην έχεις να πάρεις. Όσο κι'αν τό'χεις ανάγκη να πάρεις. Στο κάτω κάτω γι'αυτό αγαπάς. Γιατί το μεγαλύτερο που έχεις να πάρεις είναι αυτό που έχεις να δώσεις. Απλά περιμένεις. Δεν απομακρύνεσαι, γιατί τότε δεν επιστρέφεις και δε μπορεί κανείς να σε βρει. Απλά περιμένεις. Γιατί η αγάπη πάντα θέλει ακόμα μια ευκαιρεία. Μια ευκαιρεία να κάνουν συμβούλιο το κορμί, το μυαλό κι'η καρδιά και ν'αποφασίσουν. Ναι, σ'αγαπώ ολοκληρωτικά. Κι'αν η απόφαση είναι διαφορετική? Απλώς συνεχίζεις το ταξίδι σου. Υπάρχουν πολλές πατρίδες που θέλουν να κατακτηθούν, θέλουν να μπουν στο χάρτη της καρδιάς σου, θέλουν να τις αγαπήσεις. Τώρα όμως απλά περίμενε. Γιατί τελικά φαίνεται πως αγαπάς. Και ο μόνος που μπορεί να διώξει την αγάπη σου απ'την καρδιά σου είσαι εσύ. Και τώρα δεν θες. Γιατί η αγάπη θέλει ακόμα μια ευκαιρεία. Κι'ας μην το ξέρει. Δώσ'της λοιπόν την ευκαιρεία. Γιατί αυτό είναι αγάπη. Όχι τα ωραία λόγια και ποιήματα που μαγεύουν. Η κατάθεση ψυχής. Και συ την κατέθεσες. Μην την πάρεις πίσω τώρα. Όχι τώρα. Περίμενε. Μην το ξεχνάς. Αγαπάς...

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Επιλογή...

Στη ζωή μπορείς να τα θες όλα. Αλλά δε μπορείς να τά'χεις όλα. Κι'έτσι έρχεται η στιγμή να διαλέξεις. Να διαλέξεις τι να κρατήσεις και τι ν'αφήσεις. Τι να θυσιάσεις. Πονάει. Αλλά πονάει περισσότερο να έχεις κάτι ή κάποιον που δε σ'ανήκει για να νοιώθεις καλά εσύ ενώ αυτός άσχημα, επειδή εσύ ανήκεις αλλού και επιμένεις στο αλλού. Και πονάει περισσότερο να χάσεις και τα δυο επειδή δεν τόλμησες να διαλέξεις. Κι'ας διάλεξες το λάθος, κι'ας διάλεξες τον πόνο. Κι'αν δεν διαλέξεις εσύ, θα διαλέξει αυτός. Κανείς και τίποτα δε μπορεί να μένει κοντά σε κάτι που τον κάνει δυστυχισμένο. Κι'ας είναι η δυστυχία του πόνος επειδή δεν κατάφερε να σε κάνει ευτυχισμένη. Φεύγεις λοιπόν, ή το αφήνεις, ή το διώχνεις. Δεν έχει σημασία η λέξη. Το αποτέλεσμα μετράει. Και το αποτέλεσμα είναι πόνος. Έτσι κι'αλλοιώς. Τουλάχιστο όμως θά'ναι προσωρινός. Και δεν θά'ναι η μόνη ανάμνηση. Γιατί η ζωή είναι άπειρες στιγμές. Στιγμές δράσης και στιγμές ανάμνησης. Και οι αναμνήσεις είναι οι περισσότερες. Σκέψου λοιπόν, τι σου λείπει περισσότερο, τι θες περισσότερο κι'αποφάσισε. Πριν νάν'αργά. Γιατί αν φύγει αυτό που θες, δεν θα μπορείς να το φέρεις πίσω. Δεν θα σε πιστεύει πλέον. Και δε μένει κανείς σε κάτι που δεν πιστεύει, σε κάτι που δεν ελπίζει, σε κάτι που τον σκοτώνει. Η αγάπη δεν είναι τίποτ'άλλο από μια δυνατή πίστη. Γι'αυτό και τη νοιώθεις. Κι'ας αργήσεις ν'ακούσεις το 'Σ'αγαπώ'. Γιατί τελικά μια καληνύκτα μπορεί να σημαίνει χίλια Σ'αγαπώ. Και δεν πονάει το να μην την ακούσεις ένα, δυο, δέκα βράδυα αν ξέρεις πως σε σκέφτεται, σε νοιάζεται και σ'αγαπά, όπως και συ, αν ξέρεις πως του λείπεις, όπως σου λείπει. Πονάει όταν δεν ξέρεις αν θα την ξανακούσεις ή όχι, πονάει όταν ξέρεις πως δεν θα την ξανακούσεις. Και σκοτώνει όταν ξέρεις πως την άφησες να φύγει επειδή δεν τόλμησες όταν έπρεπε να παλέψεις γι'αυτήν να την κρατήσεις διώχνοντας μακρυά αυτό που την σκότωνε. Σκοτώνει όταν ξέρεις πως δεν πολέμησες για την αγάπη σου, για τον έρωτά σου, γι'αυτόν και για σένα. Σκοτώνει όταν ξέρεις πως ήσουν δική του και από ευγένεια ή αφέλεια άφηνες ή έμενες κοντά σ'άλλα πράγματα για να μην τα πληγώσεις ή να μην τα χάσεις. Σκοτώνει απειδή απλά αρνήθηκες από πείσμα να πεις ένα 'Σ'αγαπώ'. Σκοτώνει επειδή ρίζωσε στην καρδιά σου, μπλόκαρε το μυαλό σου και το μόνο που σε νοιάζει είναι να ξανακούσεις τη φωνή του να σου λέει απλά γεμάτη νόημα μια λέξη τόσο συνηθισμένη, τόσο απλή αλλά για σένα ν'αξίζει όσο μια ζωή. Μια απλή Καληνύκτα...

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Εξάρτηση...

Δεν ξέρω ποια είναι η χειρότερη εξάρτηση. Αυτή που σε κάνει ευτυχισμένη ή αυτή που σε κάνει να ξεχνάς τη δυστυχία σου? Σίγουρα και οι δυο πηγάζουν από την ανάγκη μας. Ανάγκη αυτού που δεν έχουμε, ή ανάγκη να χαρούμε αυτό που έχουμε περισσότερο. Εξάρτηση απλών πραγμάτων, χαζών. Απ'το να κάνουμε έρωτα απ'το πρωί μέχρι το άλλο πρωί, μέχρι απλά να μου κρατάς το χέρι. Να μου χαμογελάς, να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, να μου βγάζεις τη γλωσσίτσα κοροϊδεύοντας, να μου λες 'καλημέρα', 'σ'αγαπώ', 'καληνύχτα'. Εξάρτηση απ'το να με σκέφτεσαι, να με νοιώθεις, να μου δίνεσαι, να μου ανήκεις, να μ'αγαπάς, να με περιμένεις. Κι'όταν θα λείπω καιρό? Μ'αν είν'αγάπη, απλά θα χαμογελάς μ'αυτά που ζήσαμε μέχρι να επιστρέψω να τα ξαναζήσουμε. Αν όχι? Αν όχι... Όχι? Μα η εξάρτηση δε γνωρίζει ναι και όχι. Ξέρει μόνο το θέλω, θέλεις, θέλουμε. Κι'η αγάπη μόνο το 'όλα για σένα'. Η δική μου εξάρτηση εσύ. Να γελάς, να είσαι ευτυχισμένη. Τα υπόλοιπα σιγά σιγά. Δε βιάζομαι. Με μια καλημέρα μου και με μια καληνύκτα μου. Με μια χαζομάρα μου, με την τρυφερότητά μου ή την χυδαιότητά μου. Και η εξαρτημένη αγάπη τι είναι? Ίσως το μάθουμε σύντομα. Απλά απόψε, ας αφήσουμε το μυαλό να ταξιδεύσει στο σώμα μας, στην ψυχή μας, σε μας. Ας φτιάξουμε αυτή τη νύκτα να είναι όπως τη θέλουμε. Απλά τέλεια. Με μια ευχή. Καληνύκτα...

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Πόνος...

Τη νύχτα πάντα ο πόνος μεγαλώνει. Γίνεται αβάσταχτος. Το κρύο τρυπά το κόκκαλο κι'ας είναι καλοκαίρι. Μου λείπει η αγκαλιά σου, η ζεστασιά σου, το κορμί σου, η ανάσα σου, ο αναστεναγμός σου. Βάλσαμο της καρδιάς μου, άγγελε της ψυχής μου, μάγισσα του μυαλού μου μείνε μακρυά. Μπορεί να πεθάνω, αλλά θά'ναι μια φορά. Μπορεί να γιατρευτώ κι'ας είναι μέχρι την επόμενη φορά. Τουλάχιστο δεν θα πεθαίνω κάθε φορά που φεύγεις και ν'ανασταίνομαι κάθε φορά που έρχεσαι απλά για να πονέσω και να πεθάνω και πάλι. Δεν θα μου λείπεις πάντα και δεν θα πονώ επειδή θα ξαναφύγεις. Δεν θα συντροφεύει τη μοναξιά μου το 'Αχ' του πόνου μου, η εικόνα σου ν'απομακρύνεσαι κι'ο καημός μου πως την ευτυχία που ήθελα να σου χαρίσω την βρίσκεις αλλού. Άσε με να πεθάνω με τη γλυκειά ανάμνησή σου στο μυαλό μου, τη ζεστασιά σου στο κορμί μου και μια λέξη που ποτέ δεν είπες σε μένα και ποτέ δεν άκουσες από μένα. Σ'αγαπώ... Καληνύχτα μάτια μου... Να προσέχεις... Και με την τελευταία μου πνοή σε φιλώ... Καληνύχτα...

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ακόμα δεν τελείωσε...

Το μάτια βλέπουν. Τ'αυτιά ακούνε. Κεντρίζουν το μυαλό. Αναλύει, συμπεραίνει... Λίγο πριν αποφασίσει το σταματάς. Δεν θέλεις. Φοβάσαι το συμπέρασμα. Πονάει. Θες να μην κατάλαβες καλά. Θες να είναι ένα αστείο. Θες να περιμένεις. Θες να κάνεις λάθος. Κλείνεις τα μάτια κι'αφήνεις τη μουσική να σε ταξιδεύσει, απελευθερώνοντας το μυαλό, στέλνοντάς το σε μέρη μαγικά, ονειρικά, ερωτικά. Αύριο το ξανασκέφτεσαι. Τώρα απόλαυσε αυτό που μπορεί ήδη να τελείωσε. Γιατί για σένα ακόμα υπάρχει. Όπως και συ. Όπως κι'αυτή. Όπως κι'η αγάπη στην καρδιά σου. Καληνύκτα...

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Άσε την καταιγίδα...

Πώς μπορεί η καταιγίδα ν'αγαπήσει? Κι'όμως. Αγαπάει παράφορα, έντονα, καταστροφικά, σωτήρια. Γι'αυτό αφήνει τη βροχή της ανελέητα να πέσει στο έδαφος, να ξεπλύνει τα σπίτια, τους δρόμους, να ποτίσει το χώμα να μυρίσει, να φουντώσουν οι καταρράκτες, να πλημυρίσουν οι χείμαρροι, τα ποτάμια, να γεμίσουν οι λίμνες, οι πηγές... Κι'ύστερα να φύγει, ν'αγαπήσει άλλο χώμα, άλλο σώμα, άλλη καρδιά. Το ίδιο έντονα, το ίδιο παράφορα, το ίδιο καταστροφικά, το ίδιο σωτήρια, αφήνοντας τα σημάδια της όπως και σε σένα. Μα θα ξαναγυρίσει. Γιατί η καταιγίδα δεν ξεχνά ότι αγαπάει. Τ'αγαπάει για πάντα. Εκτός αν τα λουλούδια που άνθισαν στην καρδιά σου τα ξεριζώσεις. Μην το κάνεις. Η καταιγίδα δε μπορεί να μένει σ'ένα τόπο συνέχεια. Πάρε το δάκρυ σου και πότισέ τα, διατήρησέ τα ζωντανά κι'ευωδιαστά. Όπως έγιναν απ'την καταιγίδα για σένα. Για να τα μυρίσει όταν θα σε ψάξει και να σε βρει ξανά. Να σε δροσίσει, να σε ποτίσει, να σε πλημυρίσει. Γίνε βροχή κι'άσε την καταιγίδα να σ'αγαπήσει για λίγο. Όσο χρειάζεται για ν'αναστηθείς. Όσο χρειάζεται για ν'αγαπήσει και σένα για πάντα. Όσο χρειάζεται για ν'αξίζει μια ολόκληρη ζωή. Μέχρι την επόμενη φορά. Καληνύκτα...

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Μισογύνης ή Νάρκισσος (Αλλαγή ρότας)...

Κάθομαι την τελευταία ώρα εδώ και ψάχνω ένα τραγούδι της Αρβανιτάκη, σκεφτόμενος όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα τελευταία. Τηλεφώνημα να δουν τι είπα αν μίλησα με τον Οκτώβρη, μέχρι και γράμμα από μικρή που εδώ και δυο χρόνια δε μιλήσαμε έλαβα για να μάθει για τον Οκτώβρη, παράκληση να μην ανεβάσω ποστ για τον Οκτώβρη μήπως και θυμώσει και φύγει γιατί αρέσει και δεν θέλουν να τον χάσουν, αρνήσεις του Οκτώβρη να φανερωθεί κι’ας νομίζουν πως είναι κάποιος άλλος κι’ένας Οκτώβρης να δείχνει το ευαίσθητο μέρος της προσωπικότητάς του, κατακτώντας και το τελευταίο οχυρό των κοριτσιών εδώ μέσα. Το τραγούδι δεν το βρήκα, αλλά είδα πόσα τραγούδια γράφτηκαν και πόσα βίντεο ανέβηκαν για τον έρωτα και τον πόνο. Να σκέφτομαι λοιπόν όλα αυτά που ακούω, θετικά κι’αρνητικά, βλέποντας τις θεωρίες μου να δουλεύουν και σε μένα και σε άλλους, να τσαντίζομαι με τον κόσμο γιατί λέει κι’αναιρεί ότι λέει, επιμένοντας στο λάθος τους πως είμαι λάθος, κάνοντας ακριβώς το ίδιο πράγμα με μένα. Να μου λένε για παράδειγμα πως εδώ δεν είναι παρά νετ, τίποτα περισσότερο, για την πλάκα και απρόσωπα, κι’όμως ταυτόχρονα να μου λένε πως έγιναν φίλοι με κάποιους απ’το νετ, πως είχαν την επιθυμία να γνωρίσουν άτομα απ’το νετ και διάφορα. Να ξέρω άτομα που παντρεύτηκαν μέσω νετ, που πηδήκτηκαν μέσω νετ, που ερωτεύτηκαν μέσω νετ και όμως να έχω λένε ακόμα λάθος γιατί απλά εδώ είναι ένα νετ. Να κατηγορούμαι για τα λάθος συμπεράσματα / σενάρια που βγάζω για συμπεριφορές και συναισθήματα, κι’όμως είτε να ακούω γεγονότα που απλά επαληθεύουν πλήρως τα συμπεράσματά μου είτε να ακούω συμπεράσματα των άλλων για πράγματα που ξέρω και δεν ξέρουν. -Είσαι μισογύνης. -Ε τότε γιατί μου μιλάς ακόμη? -Επειδή μ’αρέσει να μιλάμε. Σκέφτομαι πόσα ψέματα μπορεί να πει κάποιος, απλά και μόνο για να κρατηθεί όρθιος σ’αυτά που πιστεύει. Ψέματα που μπορεί να πει ακόμα κι’αν σε κοιτά στα μάτια, τουλάχιστο έτσι λένε κάποιοι. Ευτυχώς έχω πολύ δυνατή ματιά, όπως μού’πε μια 40χρονη Κουβανέζα, που δε μπορείς να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις ψέματα, ούτε μπορείς να σε κοιτάξω κατάμματα και να μη σαγηνευτείς – έτσι λέει η Κουβανή. Πράγμα που με κάνει να δικαιούμαι να πιστεύω πως όσες με διέγραψαν, από νετ, τηλέφωνα και ζωή, όσες δεν θέλουν να μ’ακούν και να με βλέπουν, είναι απλά διότι νοιώθουν αδύναμες ν’αντισταθούν ή δεν θέλουν ν’αντισταθούν και έτσι βρίσκουν τον πιο δειλό τρόπο. Τη φυγή. Τρόπο που διάλεξαν κι’αυτές με τις χίλιες δικαιολογίες για να μη με συναντήσουν, άρα θά’πρεπε να είμαι περήφανος που εγώ, ένας ξένος, χοντρός και άσχημος προκαλώ τόση υγρασία και αναταραχή. Κι’όμως… -Καλημέρα ρε μαλάκα. Φτιάξε με να χαρείς. -Τι έγινε? Αλλάξαμε γούστα? -Κάθε άλλο. Συνεχίζω ακάθεκτος να λατρεύω τόσο πολύ τις γυναίκες που αν γεννιόμουνα γυναίκα θα ήμουνα σίγουρα λεσβία. Απλά ρε μαλάκα είναι τόσο εύκολο πλέον να πηδήξεις, και τόσο δύσκολο να βρεις γυναίκα ανδράκι, που αηδιάζεις και βαριέσαι και θες ξεκούραση και αλλαγή. -Ακόμα πηδάς αυτήν που είχες? -Ναι, αλλά μου ρίχτηκαν και οι γυναίκες δυο υπαλλήλων μου. -Ελπίζω να μην τις γάμησες μαλάκα. -Τις γάμησα φίλε μου. Η μια δε κάθε φορά που έχυνε έκλαιγε κι’όλας. Βλέπεις οι γυναίκες έγιναν σαν τους άνδρες πλέον. Σου ρίχνονται ασύστολα. Κι’αν δεν τις γαμήσεις θα σου βγει τ’όνομα. -Έχεις απόλυτο δίκηο. Ακριβώς σαν τους άντρες. Σαν κομπλεξικοί άντρες. Ευτυχώς όχι όλες. Και προσπαθώ να δείξω τον χειρότερό μου εαυτό, καθαρά για αυτοπροστασία και ασυνείδητα, ξέροντας τις δυνατότητές μου και μη ξέροντας άλλο τρόπο να τις ξεχωρίσω. Μουνιά πολλά. Καρδιές λίγες. Κι’ακόμα λιγότερες αυτές που δεν παρασύρονται απ’το μουνί τους. Και μου τη δίνει που δεν έμαθα ακόμα να ξεχωρίζω τις ελάχιστες απ’τις πολλές. Κάποιος μπορεί να πει πως ζηλεύω. Και ναι, ζηλεύω, άτομα όπως τον Κορκολή, το Μαχαιρίτσα, τον Jean Michelle Jarre, άτομα που κάνουν ότι θά’θελα να κάνω και δεν κάνω. Θαυμάζω συγγραφείς απλούς που μπορώ να είμαι κοντά τους, πολιτικούς αγνούς, πλούσιους προσιτούς και λαϊκούς, γυναίκες αντράκια, με καρδιά, λογική και λόγο ντόπρο και καθάριο. Τους υπόλοιπους? Σίγουρα όχι. Απλά κάποια γεγονότα μου ξυπνούν συναισθήματα από γεγονότα του παρελθόντος και με τσαντίζουν. Μεγάλο πρόβλημα να μπορείς να ξέρεις τι γίνεται κι’ακόμα μεγαλύτερο να ξέρεις ότι μπορείς. Ότι μπορείς να χαράξεις τη μνήμη και την καρδιά, ότι μπορείς να ξυπνήσεις ή/και να δημιουργήσεις συναισθήματα ωραία κι’άσχημα. Το μυαλό. Αυτό το γαμημένο το μυαλό μου. Πόσες φορές δε μού’παν πως βγάζει συμπεράσματα λάθος και βιαστικά. Και το ξέρω, αν και το ‘λάθος’ το αμφισβητώ πάντα μέχρι με τα έργα σας, όχι τα λόγια σας, να μου το αποδείξετε, αν σας ενδιαφέρει το τι σκέφτομαι για σας φυσικά. Έτσι δουλεύει. Όπως και το δικό σας. Βλέπει, ακούει, σκέφτεται, κρίνει, αποφασίζει. Όλα τα μυαλά έτσι δουλεύουν. Από μόνα τους. Κανένα μυαλό δεν το διατάζετε να δουλέψει ή όχι, να σκεφτεί ή όχι, να θυμηθεί ή να ξεχάσει. Και μετά καθορίζει τη συμπεριφορά μου απέναντί σας. Με βάση το τι πίστεψε πως είστε. Κι’αν έκανε λάθος? Έκανε. Εγώ θα χάσω που δεν θα σας κρατήσω κοντά μου. Πόσους άλλους έχετε κατηγορήσει πως έχουν κάνει λάθος για σας? Αν όμως όλοι έκαναν το ίδιο λάθος για σας, καθήσατε ποτέ να σκεφτείτε πως δε γίνεται όλοι να κάνουν το ίδιο λάθος για σας? -Εσύ αγάπη μου δε μπορείς να γράψεις ερωτικό κομμάτι. Πρέπει νά’σαι ερωτευμένος, να γράφεις για κάποια συγκεκριμένη. Και συ δε μπορείς. Μεγάλο στοίχημα. Ο έρωτας είναι στην καρδιά μας. Το δήλωσα. Απλά ο πόθος μας βρίσκει αντικείμενο ή αντικείμενα. Άτομα ή πράγματα να διοχετευθεί. Καιρός λοιπόν να δω αν έχω δίκηο ή όχι. Κι’αν μ’ερωτευθείς δεν θα φταίω. Στο δήλωσα πολλές φορές. Είμαι επικίνδυνος. Ο έρωτας κι’η μουσική είναι μέσα μου. Τ’ακούς στη φωνή μου, το βλέπεις στα μάτια μου, το νοιώθεις στ’άγγιγμά μου, το γεύεσαι στο φιλί μου... Αν φύγεις θα ξέρω το λόγο. Μ’ερωτεύτηκες παράφορα. Εσύ? Θα το παραδεκτείς σε σένα? Μάλλον όχι. Γιατί απλά θα ανατρέψεις μια ολόκληρη ζωή. Θα ανήκεις σε μένα. Κι’αυτό δεν το θες. Γιατί ποτέ δεν θα σ’ανήκω. Γιατί είμαι ελεύθερος. Ένα σαγηνευτικό κάθαρμα. Ένα τέρας. Με καρδιά και ψυχή. Άνθρωπος επικίνδυνος. Πολύ επικίνδυνος. Και αυτό στό’πα επανειλημμένα και το ξέρεις καλά. Πολύ καλά. Γιατί ήδη το νοιώθεις...

Συννεφιασμένη Κυριακή



Η καρδιά ξέρει να μοιράζεται. Ξέρει να πονά. Ξέρει ν'αγαπά. Ξέρει να προσφέρει. Ξέρει να περιμένει. Κι'όμως. Έρχονται κάτι Κυριακές, μουντές, ζεστές, συννεφιασμένες, βροχερές, που γονατίζει. Μπροστά στις αγάπες, παλιές και νέες, μια ή πολλές, μπροστά στον πόνο, μπροστά στη μοναξιά, στην άρνηση, στην αποδοχή, στην ευθύνη της αγάπης που δέχεται. Δεν έχει σημασία αν σ'αγαπώ ή όχι, δεν έχει σημασία αν μ'αγαπάς ή όχι. Φτάνει που η βροχή, εκεί, εδώ, όπου κι'αν είναι, ενώνει τους κτύπους της καρδιάς μας. Και ξεπλένει το αίμα απ'τις πληγές μας. Πληγές που άνοιξαν άλλοι, άλλες, και δε μας αφήνουν να χαρούμε. Μ'αγαπάς? Μάλλον όχι. Σ'αγαπώ? Μάλλον όχι. Αλλά σε θέλω, με θέλεις και αυτό είναι αρκετό. Αρκετό για να σκέφτομαι τη βροχή, να σκέφτομαι εσένα και να χαμογελάω. Γιατί η βροχή είναι πολύ πιο όμορφη μ'ένα χαμόγελο. Το δικό σου. Καλημέρα...

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Ταξιδευτή (Λάθος επενδύσεις)...



Από παιδί... Τι λέω από παιδί. Αφού και τώρα παιδί είμαι. Ναι, ένα παιδί σε σώμα γέρου μεσήλικα με γκρίζα μαλλιά, κάτι που μπορείς να πεις γένια αλλά πάλι σκέφτεσαι αν θα τα πεις έτσι, βάρος μικρού ελέφαντα – να το παιδί πάλι – και διαύγεια πνεύματος όση διαύγεια έχουν τα στάσιμα νερά στους δημόσιους κήπους σε καλοκαιρινή εποχή λειψυδρίας (να σε λίγο η Φένυα που θα με δέρνει διαδικτυακά γιατί πάλι κλαίγομαι θα λέει αλλ’όχι γλυκειά μου, έχω ψυχραιμία χειρουργού που αφαιρεί όγκο απ’τον εγκέφαλο αυτή τη στιγμή). Εν πάσει περιπτώσει, ανέκαθεν (τι ωραία ακούγεται αυτό) είχα πρόβλημα μεγάλο, μαζί με τα άλλα μου όλα, αρκετά απ’τα οποία μεγάλωσαν κι’άλλα που έγιναν κόμπλεξ. Το ότι επένδυα σ’όλους τους ανθρώπους. Ευκολόπιστος, μιας και γενικά δε λέω ψέματ, πάντα μέσα στην τρελλή χαρά, ατόφιος, αγνός, ωμός, ευσυγκίνητος, ευαίσθητος (σταματήστε το ψώνιο ρεεεεε) και κάνοντας ότι κάνετε όλοι σας, δηλαδή κρίνοντας τους άλλους απ’τις εμπειρίες μου και με βάση το τι είμαι εγώ, νόμιζα πως όλοι είναι σαν εμένα. Και έτσι πίστευα όλους και επένδυα σ’όλους. Και την έπαθα αρκετές φορές. Ξεγελάστηκα. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Γιατί απ’τη μια δεν πολυπιστεύω αλλά απ’την άλλη συνεχίζω να επενδύω. Να επενδύω σε κάτι που νομίζω, σε κάτι που πιστεύω, σε κάτι που ‘βλέπω’ πίσω απ’τις λέξεις, τις πράξεις, λέγοντας ‘η ιδέα σου είναι ρε, δε μπορεί, καχύποπτος είσαι πάλι’ (σα να ξανανέβασα έτσι ποστ ή μου φαίνεται?).
Εν πάσει περιπτώσει, αυτά τα σκοτάδια και τα κενά που έχουμε όλοι μας λίγο πολύ, αυτές οι δυσλειτουργίες που έχουμε οι πλείστοι που ασχολούμαστε με το δίκτυο όχι για να βρούμε την κότα με τα χρυσά αυτά και να κάνουμε λεφτά αλλά για να πούμε τον πόνο μας, τους προβληματισμούς μας, τις ιδέες μας, να σκοτώσουμε την ώρα μας, να ξεχάσουμε, να γαμήσουμε κλπ, αυτά άφησα να κυριεύσουν και μένα. Βάζοντας πάνω απ’όλα τις ανάγκες μου αλλά και τα πιστεύω μου, έκλεινα τ’αυτιά στις βροντές και τ’άνοιγα στις σειρήνες. Πόσες φορές δε μού’παν ‘get a life man’ και γω τους έγραφα γιατί έχω ήδη πολύ έντονη ζωή σε σημείο που να αποφεύγω να τη ζήσω μόνο και μόνο για να είμαι πιο χαλαρός. Πόσες φορές δε μού’παν ‘ασχολείσαι με οθόνες’ και γω πάντα έλεγα ‘μα αφού η δική μου οθόνη καταλήγει σ’ένα πληκτρολόγιο που κτυπάν τα δάκτυλά μου χαράσοντας τις λέξεις απ’το μυαλό μου εκφράζοντας τα συναισθήματά μου σημαίνει πως και στην άλλη οθόνη, κάτω απ’τη μάσκα του άλλου άβαταρ είναι ένας άνθρωπος σαν και μένα’. Και αυτό με έσπρωχνε πάντα να ψάξω τον άνθρωπο κάτω απ’τη μάσκα απέναντί μου. Ρωτώντας, βλέποντας και συμπεραίνοντας. Πότε λάθος, πότε σωστά. Και ήρθε η ώρα να δω από κοντά αυτές τις μάσκες. Και όμως, προτίμησαν να μείνουν μάσκες.
Σε αρκετές είχα ζητήσει να βρεθούμε. Εκτός από δυο που γνώρισα μέσω του blogspot και μιλάμε και στο facebook, που απλά ήθελα να γνωριστούμε λόγω περιέργειας και θαυμασμού για το έργο τους, το γραπτό, χωρίς σχεδόν ποτέ να μοιραστούμε προσωπικές στιγμές ή να φτάσουμε στο σημείο να αποκαλεστούλμε φίλοι, αλλά πολύ καλοί γνωστοί, και φυσικά είναι και οι μόνες που δε με πείραξε καθόλου που δεν βρεθήκαμε, αντίθετα, με την απάντησή τους, απλή, ειλικρινής, αποδεκτή, με έκαναν να τις εκτιμήσω ακόμα περισσότερο, με τις υπόλοιπες είχα ένα θέμα. Εκτός λοιπόν από την Elekat που δε μπορέσαμε να βρεθούμε διότι αποκοιμήθηκα και δεν προλάβαινα – ήταν και η κίνηση αηδία την Πέμπτη λόγω απεργίας των Μ.Μ.Μ.- όλες οι άλλες, καθώς και ο October – ναι, ήθελα να γνωρίσω και τον Οκτώβρη μιας και τό’πα πως έχουμε πολλά κοινά – μου έδωσαν δικαιολογίες νηπιαγωγείου. ‘Δεν θέλω να βρεθούμε γιατί αν βρεθούμε θα με πηδήξεις’, ‘Δεν θέλω να γίνει πιο προσωπική η σχέση μας’, ‘Θα χάσω την εικόνα που έχω για σένα στο μυαλό μου’, ‘Για μένα το νετ είναι απλά για ξεκούραση’, ‘Είμαι πνιγμένη απ’τη δουλειά’ και άλλα τέτοια. Άτομα που μοιραστήκαμε αρκετά, ακόμα και cyber κάναμε με κάποιες – το ξαναλέω, για μένα ευτυχία με μια γυναίκα είναι να την κάνω να γελάει και να χύνει, ειδικά όταν την ακούω. Και απλά ένοιωθα πως ήρθε η ώρα να σμίξει η πραγματικότητα με την πραγματικότητα. Φιάσκο. Δικό μου. Όχι, δεν φταίνε αν εγώ ήμουνα μαλάκας κι’άκουγα τις σειρήνες, αν εγώ νόμιζα πως τα δάκτυλα που κτυπάνε τις λέξεις στην άλλη άκρη του πληκτρολογίου είναι δάκτυλα φαντάσματος που δεν υπάρχει. ‘Γιατί δε με καταλαμβαίνεις?’ η αιώνια ερώτηση. Σε καταλαμβαίνω μικρή μου. Εσύ προσπαθείς να με καταλάβεις? Εσύ αφήνεις τον εγωισμό σου κατά μέρος για έναν καφέ? Ή μήπως πάντα θες τους άλλους να κάνουν αυτό που σ’αρέσει? Μα αυτό δεν είναι εκμετάλλευση? Δεν τους χρησιμοποιείς? Ναι, ξέρω. ‘Συγγνώμη, δεν σε χρησιμοποίησα ποτέ, απλά μ’αρέσει να σου μιλάω, με κάνεις να νοιώθω καλά και φοβόμουνα πως αν γνωριζόμασταν περισσότερο θα το έχανα, δεν ήθελα να σε προσβάλω ή να σε πληγώσω.’ Μα δε με πλήγωσες ή με προσέβαλες. Απλά θύμωσα. Με μένα. Κι’αυτό είναι αρκετό. Δεν στο ζήτησα για να μην είμαι μόνος. Ταξίδεψα σε πόλεις όπως Κολωνία, Βαρκελώνη, Λισσαβώνα, εντελώς μόνος, χωρίς να ξέρω τη γλώσσα καν, συνεννοούμενος με λίγα αγγλικά και πολλά νοήματα. Και δεν ένοιωσα μόνος. Δεν ήταν αυτός ο λόγος. Στο είπα ξεκάθαρα. Ήταν για να νοιώσω εγώ καλύτερα πως μιλάω με ανθρώπους. Θα μου πεις και με άλλες που γαμηθήκατε, ερωτευτήκατε, βρεθήκατε, τώρα δεν εξαφανίστηκαν ή εξαφανίζονται σιγά σιγά? Μα ναι. Σκοτώνοντας κάθε ωραίο που ένοιωσα τότε. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Προχωράς μόνος. Ίσως και να με μίσησαν πλέον. Και αυτό τελικά συναίσθημα είναι.
Τους τελευταίους έξι μήνες πέρασα, και περνάω, δύσκολα. Κάνοντας δουλειές πολλές στο σπίτι, εισπράττοντας κάθε αδικία και εκμετάλλευση στη δουλειά μου, έχοντας για παρηγοριά 2-3 φίλους που έχω και κάποιους απ’εδώ μέσα που πίστευα πως ήμασταν φίλοι. Τον περασμένο μήνα αυτό, για το εδώ μέσα, άρχισε να κλονίζεται. Ξέφυγα για λίγο στο facebook, και ήδη άρχισαν οι διαγραφές μου. Ακόμα και δυο κορίτσια που γνώρισα εδώ μέσα τους ζήτησα να με προσθέσουν για φίλο και το αρνήθηκαν, η μια για δεύτερη φορά, η άλλη μόλις το είδε διέγραψε παντελώς το προφίλ της, θέλοντας να μην έχω καθόλου επαφή μαζί της και να μη μαθαίνω νέα της. Συμπέρασμα? Καμία τύψη πλέον για τα πιθανά λάθος συμπεράσματα που βγάζω. Και κανένας οίκτος. Η διαφορά μου απ’τους άλλους είναι ακριβώς πως είμαι πολύ απ’όλα και ελεγχόμενα. Δεν είμαι κάφρος, λάγνος, ζήτουλας, ξενέρωτος, κομπλεξικός κλπ. Είμαι απ’όλα και ότι θέλω όταν θέλω κι’όπως θέλω. Αν αφεθώ επειδή το θέλω, όπως έκανα πριν ένα μήνα με δυο τρεις από δω μέσα. ‘Πρέπει να ξέρεις που σταματάς’ μου’πε μια. Μα ξέρω. Στον τοίχο. Αλλοιώς μένουν εκκρεμότητες. Και η ζωή μου έχει πολλές, δεν θέλω άλλες. Και το κυριότερο, που δεν κατάλαβες γλυκειά μου. Ο μόνος τρόπος να σκοτώσω κάθε ευγενικό συναίσθημα που ένοιωσα, είναι να το γυρίσω σ’αρνητικό, ή τουλάχιστο σε ουδέτερο. Κι’αυτό μόνο αν δε μου μιλάς, αν με βρίσεις, αν πάψω να υπάρχω για σένα. Τό’πα ξανά, οι ουλές για μένα είναι απαραίτητες. Και δε μ’αρέσει να διαγράφω κόσμο απ’τη ζωή μου. Γι’αυτό σου δίνω την ευκαιρεία να το κάνεις. Βλέπεις ξέρω πότε πρέπει να σταματήσει κάποιος για να συνεχίσεις να τον εκτιμάς. Και γω θέλω να πάω πιο κάτω για σένα. Αλλιώς θά’ναι σα να σε φτύνω. Και συ κολλάς στο φτύσιμο. Ίσως ν’ακούγεται χαζό αυτό. Μπορεί και νά’ναι. Ενόσω όμως έτσι δουλεύει για μένα, έτσι θα το δουλεύω.
Ήρθα Αθήνα την Παρασκευή, επέστρεψα την Κυριακή, ξανάρθα την Τρίτη, επέστρεχα ψες. Πήγα Bob Dylan, Jean Michelle Jarre και στην εκδήλωση του εργαστηρίου του Αντέννα. Τα θετικά? Η ψευδαίσθηση του Woodstock, τα μπράβο στην ωμότητά μου και στην θανατηφόρα ακομπλεξάριστη ειλικρίνειά μου από καθηγητές σε μια απάντηση που έδωσα σε ερώτηση του Αθλητικού Εισαγγελέα (έκαναν το λάθος να με βάλουν επειδή σήκωσα το χέρι μου και δε με ήξεραν) με αποκορύφωμα τα συγχαρητήρια του Ναυάρχου διευθυντή της σχολής (τό’πα ξανά, τα μπράβο μ’αρέσουν μόνο από αγνώστους) και φυσικά η μαγεία του Jean Michelle Jarre. Ένα παιδί σχεδόν εξήντα, απ’τους ανθρώπους που ζηλεύω και θέλω να μοιάσω, γιατί αυτούς ζηλεύω στη ζωή μου. Τους καλύτερούς μου σε θέματα δημιουργίας και προσφοράς στον πολιτισμό και γενικά στο ανθρώπινο γένος. Και όπως έγραψα, φυσικά, πήρα για πρώτη φορά στα χέρια μου Athensvoice. Και ναι ήταν σημαδιακή. Μου έκανε κλικ. Πλέον η σχέση μου μαζί σας θα είναι όπως μια εφημερίδα. Απλά θα με διαβάζετε. Τουλάχιστο για λίγο καιρό σίγουρα. Μετά δεν ξέρω. Ίσως απλά δεν υπάρχω πλέον. Τουλάχιστο για σας, οπότε δεν θα χρειάζεται να γράφω και για σας. Αλλά, αφού έτσι κι’αλλοιώς μια οθόνη είμαι, κι’αφού για μένα γράφω, έτσι θά’ναι προς το παρών. Αφού εγώ φταίω σε τελική ανάλυση, εγώ δίνω και τη λύση στο πρόβλημα. Κι’ένας Αυτοκράτορας πάντα έχει λύσεις. Πάντα. Τα λέμε? Εγώ ναι. Εσεις ναι. Μεταξύ μας δεν ξέρω. Αλλά με κάνατε να μη μ’ενδιαφέρει βασικά. Κι’ας με ενδιαφέρετε αφάνταστα. Πάντα μου λέγανε να προσαρμόζομαι, να μην προσπαθώ ν’αλλάξω τον κόσμο, να προσπαθώ να αλλάξω εγώ, να μοιάσω περισσότερο στον κόσμο κλπ. Και πάντα έλεγα ‘Να προσαρμοστώ σε κάτι που θεωρώ λάθος? Να γίνω ένα λάθος?’. Όχι. Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που είστε για να σας δείξω τι είστε. Κι’αν δεν σας αρέσω, δε με πειράζει. Βλέπετε, αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, που υπάρχει, επειδή θα βρεθούμε στην κόλαση, τουλάχιστο θά’χω την ησυχία μου. Φανταστήκατε να κάναμε όλοι μαζί παρέα? Μου φτάνουν καμιά δεκαριά. Αλλά πάλι, όπως είπα και στο προηγούμενό μου ποστ, ο ουρανός με περιμένει. Και σεις, αν δεν είστε μαζί μου, θά’σται απέναντί μου ή στη φυλακή σας. Και είναι κρίμα να θες ν’απελευθερώσεις ένα φυλακισμένο που φοβάται το φως. Στο τέλος θα σε μισήσει.
Στο ξαναλέω μικρή μου. Μην κρίνεις τα γραφόμενά μου απ’τα συναισθήματα που σου ξύπνησα. Τό’χω, σε σημείο να φοβάμαι κάποιες φορές, αυτό. Να ξυπνώ συναισθήματα, όμορφα κι’άσχημα. Όπως η βροντή. Απότομα. Αλλά είμαι ήρεμος μέχρι αηδίας. Κι’αυτό με φοβίζει. Γιατί αυτή την παγερή ηρεμία την έχουν οι χειρουργοί και οι στυγνοί δολοφόνοι. Ευτυχώς όμως κι’οι μαχητές του ήλιου και του φεγγαριού. Και οι Αυτοκράτορες. Εγώ? Απλά συνεχίζω. Εσύ? Ότι θες κάνε. Ίσως να με χρειαστείς τολμήσεις να ζητήσεις βοήθεια. Θα στη δώσω. Γιατί? Μα είμαι άνθρωπος. Όπως και συ. Και μετά? Θα συνεχίσω το ταξείδι μου. Όπως μ’αρέσει. Επειδή γι’αυτό υπάρχω τελικά. Για να ταξιδεύω παντού. Και κυρίως στον ουρανό και στις ψυχές. Όπως ταξίδευσα και στη δική σου. Κι’ας ήταν μικρή για να με χωρέσει. Δεν πειράζει. Το σύμπαν τα σύνορά μου. Κι’ο ήλιος ο προορισμός μου. Κι’ο Αυτοκράτορας στο θρόνο του. Καθείς εφ’ω ετάχθη...

Ο ουρανός με περιμένει...



Θα μπορούσα να πω πως επέστρεψα. Μα πάντα ήμουνα εδώ. Θα μπορούσα να πω πως άλλαξα. Μα πάντα είμαι ο ίδιος. Ανακατεύω ξανά την τράπουλα της ζωής μου. Σκέψεις, συναισθήματα, αλλάζοντας συνέχεια ποσοστιαία αναλογία, δρομολογούν τη ζωή μου σε δύσβατα μονοπάτια. Γύρω θεριά να μ'απειλούν, ξυπνώντας βασικά ένστικτα. Φυγή η πόλεμος μέχρις εσχάτων? Κοντοστέκομαι για δυο ανάσες. Τα θεριά ξεγελιούνται. Η λογική επιβάλλεται. 'Δεν πειράζει. Συνέχισε.'. Ή μήπως ο φόβος? Ή μήπως τα φιλεύσπλαχνα συναισθήματα προς τους αδύνατους? Να συνεχίσω για που? Στις λεωφόρους των άλλων απ'το πεζοδρόμιο? Στα μονοπάτια των άλλων απ'τους θάμνους? Εγώ? Αδύνατον. Δεν πλάστηκα να ακολουθώ και να υποτάσσομαι. Πλάστηκα για να οδηγώ, να κατακτώ, να νικώ. Έτοιμος για εξηγήσεις και απολογίες, για μένα, έτοιμος για μάχες και σκοτωμούς, για μένα, με ένα στόχο. Να ξετινάξω τον πάγκο. Το black jack είναι για τους ευφυείς. Η Ρώσσικη Ρουλέτα για τους τολμηρούς. Και τα δυο για τους νικητές. Χαμένοι δεν συνεχίζουν στο καζίνο της ζωής. Και δε μ'αρέσει να χάνω, έστω και για την ηδονή της εμπειρίας. Αρκετά χαρίστηκα, αρκετά άφησα τους άλλους να χαρούν χαρίζοντάς μου λύπη. Ανακάτεψα την τράπουλα, είδα τα φύλλα ένα ένα να σιγουρευτώ πως είναι όλα, ξανανακάτεψα την τράπουλα και μοίρασα. Πάντα έχω δυνατό χαρτί. Καιρός να το χρησιμοποιήσω. Οι άλλοι? Οι άλλοι... Πιοι άλλοι? Μα οι άλλοι απλά διαλέγουν. Η μαζί μου ή απέναντί μου. Πάντα αυτό έκαναν. Απλά πλέον όσοι φεύγουν δεν θα παίρνουν κομμάτι μου μαζί τους. Όχι, δεν τα φυλάω όλα για μένα. Απλά για τους λίγους, τους εκλεκτούς. Αν υπάρχουν θά'ναι εδώ, δίπλα μου. Αν όχι, πάντα απέναντί μου. Ή κρυμμένοι στους θάμνους, στις σκιές των μαγαζιών στα πεζοδρόμια, στις φυλακές τους. Δρόμος μου ο ουρανός. Στόχος μου ο ήλιος. Όχι. Δε φοβάμαι να καώ. Οι άσβεστες φωτιές είναι αιώνιες. Απλά είτε ζεσταίνουν είτε καίνε. Όπως θέλουν, ότι θέλουν, όταν θέλουν. Εσύ? Όποιος ή όποια εσύ. Απλά αποφάσισε. Δίπλα μου, απέναντί μου ή στη φυλακή σου. Ξεκίνησα ήδη. Τρέξε να προλάβεις αν θες. Αλλοιώς απλά θα προσπαθείς να με δεις δίπλα στον ήλιο. Αλλά θά'ναι αργά. Απλά θα τυφλωθείς. Θά'χεις συνηθίσει το σκοτάδι σου. Και γω, παιδί της σελήνης και του ήλιου, βροντή κι'αστραπή της καταιγίδας, φωτιά και λάβα των ηφαιστείων, αλμύρα και δροσιά της θάλασσα, λουλούδι της λίμνης, δεν έμαθα σε σκοτάδια. Κι'ας μ'έριξες τόσες φορές. Βλέπεις δεν συνήθισα. Ο ουρανός με περιμένει. Και αυτή τη φορά δεν θα τον στήσω...

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Στερνή καληνύκτα...



Πάντα έρχεται το στερνό αντίο. Η στερνή καληνύκτα. Το στερνό φιλί. Ντύθηκες τη θλιμμένη γοητεία σου προσπαθώντας να με πλανέψεις και πάλι. Τα κατάφερες γλυκειά μάγισσα. Αλλ'όχι τόσο που να με κρατήσεις για πάντα σκλάβο σου. Το ξέρεις. Εραστής σου είμαι όχι άντρας σου. Αφέντης σου όχι σκλάβος σου. Το πάθος μας όμοιο, ασίγαστο, άσβεστο. Το καυτό αίμα ρέει στα άκρα εμμένοντας στην ένωσή μας. Υγρή, έτοιμη για μένα, με ρίχνεις στα πεζοδρόμια με τα θαμπά φώτα και μου δίνεσαι. Κάθε βράδυ. Σε απολαμβάνω να γελάς και τρελλαίνομαι να τελειώνεις με βροντερούς οργασμούς και βροχή στα σκέλια. Με κάνεις ευτυχισμένο ανταποδίδοντάς μου απλά τον πόθο μου για σένα τα θλιμμένα βράδυα. Αλλά το ξέρεις. Όσο κι'αν το θες ποτέ δεν θά'μαι δικό σου. Δε μπορώ ν'ανήκω. Δε μπορώ να μένω. Απλά να φεύγω και να ξαναγυρνάω. Όπως και τώρα. Φεύγω. Μέχρι την επόμενη φορά. Καληνύκτα Αθήνα... Φιλί...

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Σκοτεινά Φώτα...


Πάντα λάτρευε τη νύκτα. Όχι, δεν ήταν αιλουροειδές που θά’βγαινε για κυνήγι. Κι’ας τό’κανε κάποτε, ανεξαρτήτως της λείας. Δεν είχε ώρες συγκεκριμένες για τίποτα. Ότι ήθελε το έκανε, ή τουλάχιστο προσπαθούσε και τό’κανε αν μπορούσε ανεξαρτήτως ώρας, μέρας, καιρού, εποχής. Απλά λάτρευε τη νύκτα. Ίσως γιατί ήταν σαν την καρδιά του. Σκοτεινή με ψεύτικα φώτα να προσπαθούν να την φωτίσουν αποτυχημένα. Ίσως πάλι γιατί όλοι ήταν ίσοι. Όσοι έλαμπαν έλαμπαν ψεύτικα, δείχνοντας και το πόσο ψεύτικοι ήταν. Όσοι χαμογελούσαν φαινόντουσαν και μετέδιδαν το χαμόγελό τους σαν φως στους υπόλοιπους. Κι’όσοι θλίβονταν απλά ήταν στο στοιχείο τους με πλήρη απόκρυψη απ’το περιβάλλον. Οι γυναίκες όλες ίσες. Πουτάνες, πιπατζούδες, τεκνατζούδες, ανέραστες, σκύλες, αγάμητες, κακογαμημένες, λεσβίες, πιστές, ερωτευμένες, θλιμένες, συνδυασμοί των πιο πάνω, όλες ίσες. Και με ένα δυο ποτάκια όλες το ίδιο. Οι άνδρες? Εξισόνονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλοι να απολαύσουν τις χαρές της νύκτας. Ή καλύτερα την ηδονή και τη λήθη. Όσοι δεν ήθελαν, δε μπορούσαν ή δεν το χρειάζονταν απλά δεν κυκλοφορούσαν. Έμεναν κλεισμένοι, μακρυά απ’τα χλωμά φώτα, στη χαρά τους ή τη λύπη τους, στη συντροφιά τους ή τη μοναξιά τους. Ναι, όλοι την ηδονή. Την ηδονή της ψυχής, ανεξαρτήτως μέσου ή κόστους. Την ηδονή για να ξεχάσουν. Ένα μουνί, ένα κωλαράκι, μια πούτσα, αρκετά για να ξεχάσεις. Για λίγο όλες γίνονταν πουτάνες, όλοι γίνονταν γαμιάδες. Όλοι? Όλοι αυτοί που έβρισκαν τον τρόπο να ξεχάσουν μέσα απ’ένα πήδημα, ένα λεσβιακό, ένα όργιο. Άλλοι δε μπορούσαν ή δεν ήθελαν. Δύσκολο να ξεχωρίσεις το βράδυ τον αποτυχημένο απ’τον θλιμμένο ή τον δυνατό. Ένα ποτό μετά από αμέτρητα ‘ένα ποτό’ έκανε τη δουλειά του. Άλλοι μετά από μια ένεση. Άλλοι μετά από μια ληστεία, ένα φόνο, ένα κοντραμπάτο. Κι’άλλοι απλά να παρατηράνε. Να παρατηράνε αδιάκοπα όλους τους πιο πάνω να αναζητούν την ηδονή για να ξεχάσουν. Να ξεχάσουν την ασημαντότητά τους, τον πόνο τους, τις ουλές τους, έναν έρωτα, μια αγάπη, μια προδωσία, μια πουτάνα, το μηδέν τους. Ναι, το βράδυ, κάθε βράδυ, όλα γύριζαν στο 0. Όλα γίνονταν ίσα. Ίσως γι’αυτό τελικά λάτρευε τα βράδυα. Όχι επειδή όλες γίνονταν πουτάνες, όχι επειδή οι ουλές του δεν φαινόντουσαν ή δεν πονούσαν, όχι επειδή μπορούσε να κυνηγήσει κι’ας έτρωγε τ’αποφάγια των τρωκτικών και των αιλουροειδών, όχι επειδή τα χλωμά σκοτεινά φώτα άναβαν ψευδαισθήσεις στη ψυχή του χωρίς να την καίνε όπως το φως της μέρας, όχι επειδή η μοναξιά του έβρισκε διέξοδο και συντροφιά με άλλες μοναξιές, όχι επειδή ο έρωτας γινόταν καύλα και λαγνεία και δεν πονούσε πλέον. Απλά επειδή γινόταν κι’αυτός όπως όλοι. Ένα μηδέν. Κι’ας ήταν ένα άπειρο τη μέρα. Ένα ολομόναχο τεράστιο άπειρο. Και σκοτώνει νά’σαι ολομόναχο άπειρο, ν’απλώνεις τα χέρια ν’ανεβάσεις μια καρδιά, δυο, τρεις κοντά σου κι’αυτές να επιμένουν να είναι στο 0. Σκοτώνει. Και δεν αντέχει άλλους θανάτους...


Αύριο θά’μαι και πάλι κοντά σου αγάπη μου. Και με ξέρεις. Δεν είμαι λίγο απ’όλα. Είμαι πολύ και όλα. Δεν θέλω μοιρασιές, δεν θέλω γυφτιές, δεν θέλω ψέματα. Τα θέλω όλα, όπως τα δίνω όλα. Μα πάνω απ’όλα τη μαγεία σου. Μάγεψέ με και πάλι. Να σε ξανανοιώσω στην καρδιά μου, να γυαλίσει και πάλι το βλέμμα μου απ’τη λαγνεία σου, να γελάσει η ψυχή μου απ’την ηδονή που θα μου χαρίσεις. Μη γίνεις και συ ακόμα μια άλλη, ακόμα μια πρώην. Μη γίνεις και συ ένα 0. Δεν αντέχω άλλα...