Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Οι θησαυροί...






Άναψε την πίπα του. Κοίταξε απ’το παράθυρο. Έβρεχε εδώ και ώρα κι’η ομίχλη κατέβαινε σιγά σιγά στις στέγες των σπιτιών. Νύχτωνε σε λίγο κι’αυτό έκανε τη σκηνή ακόμα πιο μελαγχολική. Η μουσική απ’το λαπτοπ ακουγόταν απαλά στο δωμάτιο. Ιδανική ατμόσφαιρα για περισυλλογή και διαλογισμό. Τράβηξε μια ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό στο τζάμι. Για μια στιγμή φάνηκε πως η ομίχλη κάθισε στο δρόμο αλλά γρήγορα ο καπνός διαλύθηκε.
Μανιώδης καπνιστής θα’λεγε κάποιος. Κάπνιζε τα πάντα. Τσιγάρα, στριφτά και μη, πούρα, πίπα. Φτάνει να ήταν αρωματικά. Και όμως, μπορούσε ν’αντέξει άκαπνος δωδεκάωρα ολόκληρα, ακόμη και περισσότερο, όπως τότε που ταξίδευσε στο Μεξικό παίρνοντας τ’αεροπλάνο απ’το Παρίσι. Σε κάποια πράγματα είχε απίστευτη πειθαρχία, σε κάποια άλλα απίστευτη αναρχία. Χρόνια τον παίδευε αυτό, προσπαθώντας να βρει μια λύση. Κι’έβρισκε, αλλά δεν έβρισκε κίνητρο να τις εφαρμόσει, τουλάχιστο όχι πιο δυνατό απ’την άμεση ευχαρίστησή του.

Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά. Κοίταξε την στάχτη που σχηματιζόταν σιγά σιγά στο πάνω μέρος του καπνού και στο μυαλό του’ρθαν καραβοκύρηδες να κρατούν το τιμόνι και να καπνίζουν την πίπα τους, αρμενίζοντας στο πέλαγος προσπαθώντας να φτάσουν στον προορισμό τους, έχοντας στο μυαλό τους πάντα εκείνη. Ένα προορισμό προσωρινό, για ξεκούραση, για να ξανανιώσουν για λίγο απλοί καθημερινοί άνθρωποι, για να ημερέψουν τα πάθη τους και τα ένστικτά τους και να ξαναξεκινήσουν. Επιστροφή θα το’λεγε κάποιος, αλλά πώς μπορείς να επιστρέφεις όταν πάντα θα ξαναφεύγεις, και μάλιστα ξέροντας πως ίσως κάποια φορά δεν επιστρέψεις?

Προσπάθησε να τραβήξει ακόμα μια ρουφηξιά. Είχε σβήσει. Έψαξε τον αναπτήρα. Σκέφτηκε πόσο μπήκε η τεχνολογία στη ζωή μας. Ακόμα κι’αναπτήρες σκυφτούς, ειδικά για πίπες έκαναν. Και ειδικούς και για πούρα. Την άναψε, τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά κι’άνοιξε την τηλεόραση. Μηχανική κίνηση. Έτσι κι’αλλοιώς ήξερε τι θα’βλεπε, ή μάλλον τι θα’κουγε, μιας και δεν συνήθιζε να βλέπει τις ειδήσεις. Θανάτους, πλημμύρες, σεισμούς, φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση, απάτες, κρίσεις, κατακρίσεις, ξεφτίλισμα λαών, θρασύτητα αρχόντων. Αδιάφορος θα’μενε και πάλι. Ακόμα και στο άκουσμα της είδησης του πρώτου άστεγου νεκρού απ’το κρύο στην Αθήνα. Ήταν κάτι που περίμενε. Δεν λυπήθηκε. Ήξερε πως ο καθένας μας ήταν άξιος της μοίρας που επέλεξε κι’ο κάθε λαός άξιος της ηγεσίας που επέλεξε. Κι’αυτοί παιδιά της ίδιας κοινωνίας μ’αυτόν, μεγαλωμένοι με τις ίδιες αρχές, τις ίδιες ανάγκες απλά σε διαφορετικές πλευρές, εκτός από κάποιους που ήξεραν τι ήθελαν και το ήθελαν πολύ και κατάφεραν ν’αλλάξουν πλευρά.
Η κρίση ήταν τεχνητή. Απορούσε πώς κανείς δεν το’βλεπε. Κι’απορούσε πώς όλοι ήθελαν τους άλλους να χάσουν χωρίς να χάσουν αυτοί. Απορούσε? Μάλλον απορούσε αν όλοι αυτοί ήξεραν τι έκαναν, τι ήθελαν, τι έλεγαν, αν ήταν βλάκες ή εγκληματίες, ανάλογα απ’την πλευρά που ήταν, κατ’επιλογήν ή εκ γενετής. Όλοι κατηγορούσαν την κρίση και την κυβέρνηση για τον άστεγο που πέθανε, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε πως αν έβαζαν όλοι από ένα ευρώ, κανείς δεν θα πέθαινε, κανείς δεν θα πείναγε. Άρτον και θεάματα θέλει ο λαός. Τα θεάματα τα προσέφεραν απλόχερα οι τηλεοράσεις, τα γήπεδα, οι σκηνές. Τον άρτον ή τον έπαιρνες μόνος, ή σου τον προσέφεραν, είτε σαν αντάλλαγμα υπηρεσιών και γενικά εκδούλευσης είτε δωρεάν. Αλλά τώρα η ανικανότητα των ικανών να προσφέρουν δωρεάν έφερε την πείνα. Δεν ήξερε ποιον θα’πρεπε να λυπάται περισσότερο. Τους ικανούς που πλέον δεν ήταν ικανοί ή τους άλλους, που αρκέστηκαν στο δωρεάν καταδικάζοντας τον εαυτό τους σε ολική ανικανότητα ή αδυναμία.

Ξανακοίταξε απ’το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει κι’η ομίχλη είχε φύγει, σημάδι πως αέρας είχε φυσήξει. Είχε νυχτώσει και τα φώτα των δρόμων ανακλούσαν την λάμψη τους στο βρεγμένο οδόστρωμα. Τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά και ξαναθυμήθηκε τους καπεταναίους που χάραζαν την πορεία τους στους χάρτες και την επιβεβαίωναν με τ’άστρα, έχοντας πάντα στο μυαλό εκείνη. Και απ’εκεί το μυαλό πέταξε στους σταυροφόρους, στους ιππότες, στους στρατιώτες, στους οδοιπόρους, στους ταξιδιώτες, στους ασθενείς, τους ποιητές, τους συγγραφείς, τους μουσικούς, όλους που στο μυαλό έχουν εκείνη. Την κάθε εκείνη, την όποια εκείνη.

Τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά κι’έφερε στο μυαλό του εκείνη. Χαμογέλασε στη σκέψη της. Έκλεισε τα μάτια κι’ένοιωσε το άρωμά της, τη γεύση της, το δέρμα της απαλό στο άγγιγμά του. Άνοιξε τα μάτια και πήγε να κλείσει την τηλεόραση. Η μουσική απ’το λάπτοπ ακόμα ακουγόταν στο δωμάτιο. Ξαναπήγε στο παράθυρο σαν κάτι να περίμενε. Στο μυαλό του ήρθε άλλη μορφή, άλλη εκείνη. Το χαμόγελο ξαναζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Άλλη γεύση, άλλο άρωμα, άλλο άγγιγμα, το ίδιο ωραία, το ίδιο ερεθιστικά, το ίδιο μεθυστικά. Το μόνο που δεν τον ανησυχούσε σοβαρά ήταν το τι θα κάνει όταν με το καλό γεράσει, αν ποτέ συμβεί μιας και ήξερε πως το τέλος είναι σίγουρο κι’απρόβλεπτο. Θα’χε πολλές ‘εκείνες’ να φέρνει στη σκέψη, καπνίζοντας ή μη την πίπα του. Αμέτρητες όμορφες στιγμές, αμέτρητοι έρωτες, αμέτρητες ζωές.
Συνέχισε να χαζεύει απ’το παράθυρο. Του φάνηκε πως τα σύννεφα έφυγαν. Βγήκε στο μπαλκόνι παρά την παγωνιά και κοίταξε τον ουρανό. Ναι, είχε ξαστεριά. Μπήκε πάλι μέσα στη ζεστασιά. Σκέφτηκε πόσο τυχερός ή πόσο άξιος ήταν που κατάφερε να ‘βολευτεί’ και σήμερα να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του, παρ’όλο που ήξερε πως η πιθανότητα να τον αγγίξει η κρίση, αν και απομακρυσμένη, υπήρχε. Πήγε στο παράθυρο και προσπάθησε να διακρίνει τα άστρα, παρ’όλη τη λάμψη των φώτων των δρόμων. Η τεχνολογία εδώ του στερούσε τη μαγεία.

Περνούσαν απ’το μυαλό του γρήγορα οι ειδήσεις, οι θάλασσες, οι ταξιδιώτες των θαλασσών, της μουσικής, των γραμμάτων, της ζωής κι’εκείνη. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από καταβολής κόσμου. Τα πάντα ίδια, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές απλώς. Κι’ο καθένας έπαιρνε ότι του άξιζε, ανάλογα με την προσπάθεια και τις θυσίες πού’χε κάνει για να κατακτήσει τη ζωή. Η κάθε ζωή είχε το αντίτιμό της. Κι’η κατάκτησή της ήταν η γεύση της νίκης την κάθε στιγμή που ζούσες. Οι θησαυροί της ήταν όλα αυτά που θα κουβαλούσες στο μυαλό και στην καρδιά όταν θα σταματούσες να παλεύεις για κατακτήσεις, όταν θα έγερνες ν’απολαύσεις τα λάφυρά σου, τους θησαυρούς που κατάφερες ν’αποκτήσεις με τις κατακτήσεις σου. Όταν θα ζούσες πλέον με τις αναμνήσεις σου και μόνο, περιμένοντας το μεγάλο νικητή να σ’ανταμώσει σ’ένα παιχνίδι που ήξερες απ’την αρχή το τέλος του. Ένα παιχνίδι που δεν θα διέφερε σε τίποτα στον τρόπο που θα παιζόταν απ’τον τρόπο που έπαιζες το παιχνίδι της ζωής, τον τρόπο που έδινες τις μάχες και τους πολέμους για να την κατακτήσεις και ν’αποκτήσεις τους θησαυρούς της.

Κτύπησε το τηλέφωνο.
‘Καλησπέρα, πήρα να δω πώς είσαι’.
‘Έλα απ’εδώ καλύτερα, να τα πούμε με την ησυχία μας.’
‘Σε μια ωρίτσα θα’μαι εκεί’.

Έκλεισε το τηλέφωνο. Τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά. Πήγε και διευθέτησε τα αρωματικά κεριά, άναψε το φωτιστικό στη γωνιά, έβαλε το cd player να παίζει, έβαλε κρασί στο ψυγείο και πήγε για μπάνιο. Χαμογέλασε. Ακόμα μια κατάκτηση, ακόμα ένας θησαυρός στο θησαυροφυλάκιο του μυαλού και της καρδιάς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: